Οι υπουργοί Οικονομικών αξιολογούνται με βάση το πόσο καλά κατορθώνουν να τηρούν τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής και στην κοινωνική ευαισθησία.
Κάθε υπουργός Οικονομικών, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να χάσει την ισορροπία, διολισθαίνοντας σε πολιτικές υπερβολικά αυστηρές και περιοριστικές που πλήττουν το κοινωνικό σώμα, ή σε υπερβολικές παροχές τύπου «δωσ’ τα όλα», που κλονίζουν τη μακροοικονομική ισορροπία και απομακρύνουν τα επενδυτικά κεφάλαια, οδηγώντας ακόμη και σε κατάρρευση της οικονομίας.
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*
Με αυτό το μέτρο, ο Χρήστος Σταϊκούρας μπορεί να θεωρηθεί υπουργός Οικονομικών της μέσης οδού. Κατορθώνει να τηρεί με μεγάλη συνέπεια μια γραμμή οικονομικής πολιτικής που υπηρετεί το στόχο για μακροοικονομική σταθερότητα, χωρίς να θυσιάζεται η κοινωνική ευαισθησία.
Τα δείγματα γραφής αυτής της πολιτικής είναι ήδη πολλά. Ας απαριθμήσουμε τα τρία σημαντικότερα:
Πριν ξεσπάσει η μεγάλη κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία, το υπουργείο Οικονομικών κατάφερε να φέρει το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού ακριβώς στο συμφωνημένο με τους δανειστές όριο του 3,5% του ΑΕΠ, αποφεύγοντας την πρακτική των υπερβολικών πλεονασμάτων του παρελθόντος, που προκαλούσαν αχρείαστη βλάβη στην οικονομία.
Ο προϋπολογισμός του 2020 συνδύαζε την εκπλήρωση των υποσχέσεων της ΝΔ για ελαφρύνσεις φόρων, με την τήρηση του συμφωνημένου δημοσιονομικού στόχου. Παράλληλα έγινε σοβαρή τεχνοκρατική προεργασία για μια διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους- δανειστές, που θα οδηγούσε στη χαλάρωση των υπερβολικά αυστηρών μελλοντικών στόχων για τα πλεονάσματα, ώστε να ανοίξει χώρος για την φοροελαφρύνσεις στη μεσαία τάξη.
Σε συνθήκες κρίσης
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, το υπουργείο Οικονομικών υπό την ηγεσία του Χρήστου Σταϊκούρα, έκανε την επιβαλλόμενη από τις συνθήκες μεγάλη στροφή σε μια νέα οικονομική πολιτική έκτακτης ανάγκης. Υιοθετήθηκαν μέτρα με συνολικό κόστος 24 δισ. ευρώ για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Ταυτόχρονα, όμως, αποφεύχθηκαν υπερβολές που προτείνονταν από την αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση δεν έσπευσε να διαμοιράσει με λαϊκιστικό τρόπο το απόθεμα ρευστότητας. Κινήθηκε με σύνεση, φροντίζοντας με συνεχείς εξόδους στην αγορά να αναπληρώνει τη χαμένη ρευστότητα με πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού.
Κατάφερε τελικά να έχουμε φθάσει σήμερα στην πολύ δύσκολη φάση του δεύτερου κύματος της πανδημίας, χωρίς να έχουν αδειάσει τα κρατικά ταμεία και να απειλείται η χώρα από μια νέα δημοσιονομική κρίση.
Αντίθετα, τα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού κινούνται εντός των ορίων των αναθεωρημένων προβλέψεων και η χώρα διατηρεί την αξιοπιστία της έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και της αγοράς ομολόγων.
Δανειολήπτες και τράπεζες
Οσον αφορά το μείζον πρόβλημα της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, το υπουργείο Οικονομικών κράτησε την ισορροπία ανάμεσα στην εφαρμογή ενός σοβαρού πλαισίου πολιτικής, που θα επιτρέψει να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, για να μπορούν και πάλι οι τράπεζες να δανείζουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, και στην κοινωνική ευαισθησία για τους υπερχρεωμένους συμπολίτες μας, που θα κινδύνευαν να χάσουν ακόμη και την πρώτη κατοικία τους σε πλειστηριασμούς.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο για την πτωχευτική διαδικασία, τη δεύτερη ευκαιρία σε υπερχρεωμένους και την προστασία από εξώσεις, ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη
- Να ανακτηθούν προβληματικά δάνεια από το τραπεζικό σύστημα, χωρίς άλλη ανοχή σε επιτήδειους στρατηγικούς κακοπληρωτές
- Να προστατευθούν οι ασθενέστεροι, για να μην φθάσει η Ελλάδα σε φαινόμενα μαζικών εξώσεων που είδαμε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία.
Επιπλέον, το πρόγραμμα «Γέφυρα», στο οποίο ζήτησαν να ενταχθούν 150.000 δανειολήπτες, παρέχει κρατική επιδότηση δανείων με εγγύηση πρώτης κατοικίας, λειτουργώντας ως ένας αποτελεσματικός μηχανισμός για τη ρύθμιση δανείων με συνεργασία τράπεζας-δανειολήπτη.
Αξιολογώντας αυτές τις επιλογές πρέπει έχουμε υπόψη ότι στα θέματα του τραπεζικού συστήματος δεν χωρούν άλλες λαϊκιστικές προσεγγίσεις, τύπου «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη». Όχι μόνο γιατί δεν νοείται βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας χωρίς υγιείς τράπεζες που θα παρέχουν την αναγκαία χρηματοδότηση στην οικονομία. Αλλά και γιατί η ευρωζώνη κινείται στην κατεύθυνση της τραπεζικής ένωσης, με παροχή κοινής εγγύησης στις καταθέσεις. Δεν είναι δυνατή η συμμετοχή της Ελλάδας στην τραπεζική ένωση, όταν σχεδόν τα μισά δάνεια στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια είναι «κόκκινα».
Χρειάζεται, λοιπόν, μια ισορροπημένη πολιτική για την εξυγίανση των τραπεζών με προστασία των ασθενέστερων δανειοληπτών και μηδενική ανοχή στους κατ’ επάγγελμα κακοπληρωτές.
Αναγνώριση
Πολλοί από την αντιπολίτευση – και από τη συμπολίτευση – θα έχουν ασφαλώς διαφορετική άποψη για τις πολιτικές επιλογές που έγιναν από τον Χρήστο Σταϊκούρα και συνέβαλαν στη διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στην οικονομική σταθερότητα και την κοινωνική ευαισθησία.
Θα του αναγνωρίσουν πάντως ότι ως υπουργός Οικονομικών έχει επιτύχει ως τώρα να κινηθεί με αποτελεσματικότητα και επιτυχία στη μέση οδό, σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία.
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών
*** Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν προσωπικές απόψεις των αρθρογράφων