Την επέκταση του δικτύου φυσικού αερίου σε 18 πόλεις της χώρας τα έτη 2024 και 2025 προβλέπει ο προγραμματισμός της εταιρείας δικτύων Enaon EDA.
Συγκεκριμένα οι πόλεις που αποκτούν πρόσβαση στο φυσικό αέριο είναι:
-Πάτρα (Βιομηχανική Περιοχή 2024- Αστικός ιστός της πόλης 2025), Άμφισσα και Καρπενήσι ως τον Ιανουάριο του 2025.
-Αλεξάνδρεια, Ιωάννινα, Άρτα, Πρέβεζα, Ηγουμενίτσα, Πύργος, Αγρίνιο το 2025.
-Γρεβενά, Λιβαδειά, Γιαννιτσά, Καστοριά, Άργος Ορεστικό, Ορεστιάδα, Βέροια, Φλώρινα εντάχθηκαν στο δίκτυο το 2024.
Οι ανακοινώσεις έγιναν χθες στο πλαίσιο της παρουσίασης του Στρατηγικού Σχεδίου 2024-2030 του Ομίλου για την Ελλάδα, που περιλαμβάνει επενδύσεις ύψους 1 δισ. ευρώ σε τέσσερις κυρίως πυλώνες:
- Δυνατότητα πρόσβασης περιοχών που δεν έχουν ακόμη συνδεθεί με το δίκτυο διανομής φυσικού αερίου και συμμετοχή στη σταδιακή κατάργηση των πιο ρυπογόνων καυσίμων, όπως ο λιγνίτης και ο άνθρακας.
- Ψηφιακός μετασχηματισμός του δικτύου, συμπεριλαμβανομένης της αντικατάστασης των συμβατικών μετρητών από έξυπνους μετρητές τεχνολογίας «H2 ready».
- Ανάπτυξη ανανεώσιμων αερίων, κυρίως βιομεθανίου και πράσινου υδρογόνου, για την ενίσχυση των ενεργειών απεξάρτησης από τον άνθρακα.
- Αξιοποίηση του υφιστάμενου δικτύου, ώστε οι ενεργειακές υποδομές να καταστούν πιο ευέλικτες και έτοιμες για ένα πιο βιώσιμο ενεργειακό μέλλον.
Χθες επίσης έγινε γνωστό ότι εγκρίθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Δεκεμβρίου το ενιαίο τιμολόγιο για τη διανομή φυσικού αερίου, με το οποίο επέρχονται αυξομειώσεις -ανάλογα με την περιοχή- στις χρεώσεις των καταναλωτών. Οι μειώσεις φθάνουν μέχρι 30% και οι αυξήσεις έως 33%.
Όπως δήλωσε σχετικά η διευθύνουσα σύμβουλος της Enaon Barbara Morgante: ένας οικιακός καταναλωτής στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη κατά μέσο όρο εξοικονομεί 80 ευρώ ετησίως, στην Κεντρική Μακεδονία 58 ευρώ ετησίως, στη Δυτική Ελλάδα 35 ευρώ και στην Αττική εξοικονομεί 10 ευρώ ετησίως.
Από την άλλη πλευρά, η μέγιστη αύξηση είναι λίγο πάνω από 3,5 ευρώ το μήνα στη Θεσσαλονίκη και λιγότερο από 1 ευρώ το μήνα στη Θεσσαλία.
Η ίδια διευκρίνισε ότι το τιμολόγιο διανομής αντιστοιχεί στο 20-25% του συνολικού λογαριασμού για τους καταναλωτές και ότι δεν οδηγεί σε αύξηση των εσόδων του διαχειριστή, αλλά επιφέρει μια δίκαιη κατανομή του κόστους μεταξύ των διαφόρων περιοχών.
Οι παλιές και οι νέες χρεώσεις για έναν μέσο καταναλωτή φαίνονται στον συνημμένο πίνακα.