Στην Ελλάδα σήμερα, εξαιτίας και των συνεπειών του κορονοϊού, διαμορφώνεται μια οριακά απαξιωτική στάση απέναντι στον τουρισμό (είναι «μονοκαλλιέργεια», είναι ευάλωτος στη συγκυρία, είναι εποχική δραστηριότητα κ.ά). Επιμέρους κριτικές έχουν βάσιμες πλευρές όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στον τουρισμό διαθέτουμε πολλά πλεονεκτήματα: φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, πολιτιστική κληρονομιά, οργανωμένη υποδομή, κτλ. Και βέβαια ο τουρισμός έχει σημαντική συνεισφορά τόσο στο ΑΕΠ όσο και στην απασχόληση.
Του Λόη Λαμπριανίδη*
Χρειάζεται λοιπόν μια μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική για τον τουρισμό, ενταγμένη στο πλαίσιο μιας γενικότερης στρατηγικής ανάπτυξης της χώρας προς την κατεύθυνση της οικονομίας της γνώσης, που θα οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.
Η αγορά του μαζικού τουρισμού είναι παγκόσμια και πολύ ανταγωνιστική. Η θεώρηση των «Παγκόσμιων Αλυσίδων Αξίας» και των «Παγκόσμιων Δικτύων Παραγωγής» μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε πως στην αλυσίδα αξίας του τουρισμού υπάρχουν κάποιοι βασικοί δρώντες που καθορίζουν τον τρόπο οργάνωσης της. Συγκεκριμένα, οι Tour Operators ή οι διαδικτυακοί μεσάζοντες, έχοντας απευθείας πρόσβαση στον τελικό καταναλωτή, έχουν τεράστια δύναμη.
Κεντρική επιδίωξη λοιπόν πρέπει να είναι ο ελληνικός τουρισμός να βελτιώσει τη διαπραγματευτική του δύναμη απέναντι τους και να καταφέρει σταδιακά να απευθυνθεί κατευθείαν στην αγορά ώστε ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής δαπάνης να μένει στις ελληνικές επιχειρήσεις. Θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν άλλα βασικά προβλήματα του τουρισμού όπως, η χαμηλή κατά κεφαλή τουριστική δαπάνη, η εποχικότητα, οι περιορισμένες συνέργειες του με την τοπική και εθνική οικονομία, ότι είναι ευάλωτος στη συγκυρία, ότι παρουσιάζει μεγάλη γεωγραφική συγκέντρωση, κτλ.
Πρέπει, συνεπώς, να συνεχίσουμε να έλκουμε μεγάλο αριθμό τουριστών, απομακρυνόμενοι όμως από τη λογική του κακώς εννοούμενου «μαζικού τουρισμού» μέσω της βελτίωσης της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών και των υποδομών, της ανάδειξης, προβολής και προστασίας του βασικού συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας δηλαδή του φυσικού, λαογραφικού και πολιτιστικού κεφαλαίου της. Μέσω της διαφοροποίησης σε άλλες μορφές τουρισμού (πολιτισμικός, ιατρικός, αγροτουρισμός, κτλ.). Μέσω της ανάπτυξης συνεργειών μέσα στον τουριστικό κλάδο αλλά και με την υπόλοιπη οικονομία. Τέλος, μέσω της προσέλκυσης ατόμων από τρίτες χώρες για να έρθουν να ζήσουν ή και να εργαστούν (κυρίως εξ αποστάσεως) στην Ελλάδα (π.χ. συνταξιούχοι και κυρίως άτομα υψηλής εξειδίκευσης).
Από την πλευρά του Δημοσίου χρειάζονται πολιτικές για την αναβάθμιση των υποδομών και της παρεχόμενης πρωτοβάθμιας υγείας στις τουριστικές περιοχές, της παρεχόμενης εκπαίδευσης (σχολές τουριστικών επαγγελμάτων, Τμήματα τουρισμού στα ΑΕΙ κτλ.), της καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας στον κλάδο, κτλ. Όσο για τις ενισχύσεις που θα δοθούν στους ιδιώτες, θα πρέπει να στοχεύουν στη μετακίνηση της τουριστικής δραστηριότητας στην αλυσίδα αξίας, στην ενίσχυση της διαφοροποίησης του προϊόντος, στην αύξηση των συνεργειών με την τοπική και εθνική οικονομία, κτλ.
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης. Η ανάλυση έγινε για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ).