Η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο 2022 με «προίκα» την ισχυρή ανάκαμψη το 2021, τη διαβεβαίωση από την ΕΚΤ ότι και φέτος τα ελληνικά ομόλογα θα παραμείνουν σε καθεστώς προστασίας. «Κουβαλάει» μαζί τα βαρίδια της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού και καλείται να κερδίσει δύο δύσκολα «στοιχήματα» τη φετινή χρονιά: τη δημοσιονομική προσαρμογή που θα επιφέρει την αισθητή μείωση του ελλείμματος που το 2021 έφτασε πλησίον του 10% αλλά και τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας μέσω των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Εν αρχή η πανδημία, η οποία αποτελεί τον απόλυτο διαμορφωτή των ισορροπιών, σχεδιασμών και εν γένει εξελίξεων. Κάθε σχέδιο επί χάρτου που πραγματώνεται από το οικονομικό επιτελείο μπορεί να ανατραπεί πλήρως ή να πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων, εάν η πανδημική κατάσταση μεταβληθεί επί τα χείρω. Χωρίς την ουσιαστική τιθάσευση του κορονοϊού και της μετάλλαξης Όμικρον, κάθε μακροοικονομική πρόβλεψη είναι εξόχως ανασφαλής και στα όρια της ουτοπικής εκτίμησης. Πόσω δε μάλλον όταν η πανδημία συνδυάζεται με την ενεργειακή κρίση και τις ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, που εντείνουν τον προβληματισμό και ξεπροβάλλουν ως σημαίνοντα εμπόδια για την πολυθρύλητη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και το 2022.
Η απόφαση της ΕΚΤ να κρατήσει υπό το καθεστώς προστασίας τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία μετά τον τερματισμό του έκτακτου προγράμματος (PEPP) και χωρίς επενδυτική βαθμίδα, θα έμεναν στο «έλεος» των αγορών, είναι αναμφίβολα πολύ σημαντική και δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την Αθήνα. Δίδεται, έτσι, η δυνατότητα στο οικονομικό επιτελείο να συνεχίσει δυναμικά και το 2022 την έξοδο στις αγορές, προκειμένου να αντλήσει κεφάλαια με φθηνό δανεισμό, τα οποία και θα «επανατοποθετήσει» προς κάλυψη τρεχουσών κι άλλων αναγκών του κράτους.
Την ίδια στιγμή, όμως, η Ελλάδα παραμένει εκτός επενδυτικής βαθμίδας και προς ώρας δεν διαφαίνεται να υφίσταται «διάθεση» εκ μέρους των διεθνών οίκων αξιολόγησης, για «γενναία» αναβάθμιση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας. Η χώρα μας, παράλληλα, παραμένει σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, ενώ την ίδια στιγμή αποτελεί την πρωταθλήτρια Ευρώπης σ’ ότι αφορά στο δημόσιο χρέος.
Χωρίς τον «βραχνά» των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, η Ελλάδα κατήγαγε θετικά αποτελέσματα και πέτυχε ζηλευτή ανάκαμψη, ωστόσο, την ίδια στιγμή οι «πληγές» που προκάλεσε η πανδημία στην οικονομία και στο επιχειρείν είναι πολύ ισχυρές. Το δημόσιο χρέος «εδράζεται» πάνω από το 200% του ΑΕΠ , τα ελλείμματα «καλπάζουν» και βάσει των εκτιμήσεων η «ομαλοποίηση» της εν λόγω κατάστασης θα αργήσει.
Η απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η χρηματοδότηση των ΜμΕ
Σ’ αυτό το ρευστό περιβάλλον και ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ξεκινήσει η συζήτηση για την αναθεώρηση ή όχι του Συμφώνου Σταθερότητας, η ελληνική οικονομία καλείται να βαδίσει σε μονοπάτια ανάπτυξης, έχοντας ως σημείο αναφοράς, που ταυτόχρονα αποτελεί και μείζον στοίχημα, την απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Με δεδομένο ότι ο «κορμός» του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης που εκπόνησε η κυβέρνηση, είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια από το Ταμείο, γίνεται αντιληπτό ότι η πλήρης αξιοποίηση των εν λόγω κονδυλίων αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα και συνάμα επιβεβλημένη αναγκαιότητα. Η υλοποίηση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων σε μεγάλη κλίμακα και κυρίως χωρίς χρονοτριβή και καθυστερήσεις, βρίσκονται και δικαίως στην προμετωπίδα των σχεδιασμών της κυβέρνησης.
Σημαντική παράμετρος, βεβαίως, σχετιζόμενη με το Ταμείο Ανάκαμψης και δη τα δάνεια, είναι αυτή της χρηματοδότησης των ΜμΕ που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η κρατική υποστήριξη θα μειωθεί σημαντικά κατά το 2022 και η πρόσβαση στον φθηνό δανεισμό (δάνεια Ταμείου Ανάκαμψης), ακόμη περισσότερων μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα βιωσιμότητας, είναι ένα μείζον ζήτημα για την ουσιαστική ανάκαμψη και της πραγματικής οικονομίας.
Νώντας Βλάχος