Πολιτική

Ελληνική φόρμουλα για συμφωνία, το ΔΝΤ εκτός χρηματοδοτικού σκέλους


Μια συνολική πρόταση-πακέτο που θα ικανοποιεί την πλευρά Σόιμπλε και θα μπορεί να γίνει αποδεκτή από το ΔΝΤ πρέπει να παρουσιάσει την Πέμπτη στο Eurogroup ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ώστε να υπάρχουν ελπίδες για θετική έκβαση. Οι κατευθυντήριοι άξονες υπάρχουν – όχι νέα μέτρα τώρα, επέκταση του «κόφτη» κατά ένα χρόνο. Όμως η τελική φόρμουλα δεν έχει διαμορφωθεί και οι πυρετώδεις διαβουλεύσεις του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου θα συνεχισθούν ως την Τετάρτη.

Η κυβέρνηση τοποθετεί χαμηλά τον πήχυ των προσδοκιών. Περιμένει από το Eurogroup μόνο μία απόφαση για να επιστρέψουν οι εκπρόσωποι των Θεσμών στην Αθήνα τις επόμενες μέρες και να προχωρήσουν με ταχύ ρυθμό οι διαπραγματεύσεις.

Όσον αφορά τις περαιτέρω εξελίξεις, στο Μαξίμου θεωρούν ως επικρατέστερο σενάριο ότι το ΔΝΤ δεν θα συμμετάσχει τελικά στο χρηματοδοτικό σκέλος του προγράμματος και τη θέση του θα πάρει τελικά ο ESM.

Η μη συμμετοχή δεν θα οφείλεται σε ασυμφωνία του Ταμείου με τους Ευρωπαίους – η οποία τυπικά μόνον θα υφίσταται ως πρόσχημα – αλλά στο ότι, μετά την εκλογή Τραμπ, αλλάζουν οι προσανατολισμοί του Ταμείου και οι συσχετισμοί δυνάμεων στους κόλπους του.

Τραμπ και BRICS κόντρα στην Ευρώπη

Οι νέοι συσχετισμοί που διαμορφώνονται στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, μετά την αλλαγή διοίκησης στην Ουάσιγκτον, θεωρείται ότι καθιστούν πολύ δύσκολη την έγκριση νέας χρηματοδότησης για την Ελλάδα.

Οι αναδυόμενες οικονομίες (BRICS) είναι σταθερά αντίθετες στη δανειοδότηση ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωζώνης. Η θέση αυτή συμπίπτει απόλυτα με τη «γραμμή Τραμπ», σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσει εκ των ενόντων τα οικονομικά της προβλήματα.

Με αυτά τα δεδομένα, η διοίκηση Τραμπ δεν χρειάζεται καν να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα βέτο που έχουν οι ΗΠΑ σε όλες τις αποφάσεις, ως σημαντικότερος μέτοχος του Ταμείου με 17%.

Το μόνο που θα χρειασθεί να κάνει για να αποσυρθεί το Ταμείο από την Ελλάδα -και, συνολικότερα, από την Ευρωζώνη, είναι να υποστηρίξει με την ψήφο της το μπλοκ των αναδυόμενων οικονομιών, κρατώντας αποστάσεις από την Ευρώπη, την όποια άλλωστε αντιμετωπίζει ανταγωνιστικά, στο πλαίσιο της πολιτικής «Πρώτα η Αμερική».

Οι συγκλίσεις και τα «αγκάθια»

Σε ό,τι αφορά την ουσία της διαπραγμάτευσης για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, θετικά αξιολογείται από την κυβέρνηση η διαφαινόμενη υποχώρηση του ΔΝΤ, σχετικά με τις απαιτήσεις που διατύπωνε ως τώρα ο Πόουλ Τόμσεν για πλήρη αναμόρφωση του προγράμματος, με άμεση νομοθέτηση μέτρων για τις συντάξεις και το αφορολόγητο.

Η κυβέρνηση δέχεται, από την πλευρά της, την παράταση ισχύος του «κόφτη», με μια ενισχυμένη μορφή, ώστε να υπάρχουν αυξημένες εγγυήσεις ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα.

«Είμαστε διατεθειμένοι να περιγράψουμε κάποιες κατηγορίες μέτρων, τα οποία κατά την άποψη των δανειστών ενδεχομένως να χρειαστούν μετά το τέλος του προγράμματος. Όμως, αυτές οι κατηγορίες μέτρων είναι απίθανο να χρειαστούν», ανέφερε σε συνέντευξή του στο «Έθνος της Κυριακής» ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Από εκεί και πέρα, ως συνήθως ο... διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες:

1.       Πρώτο ζητούμενο είναι πόσο καθαρά θα χρειασθεί να περιγραφούν τα μέτρα που θα ενταχθούν στον «κόφτη». Δηλαδή, αν

  • θα ορίζεται με σαφήνεια ότι η κάλυψη αποκλίσεων θα γίνεται με μειώσεις συντάξεων και αφορολόγητου ορίου, όπως έχει ζητήσει το ΔΝΤ, 
  • ή αν οι σχετικές διατυπώσεις θα είναι περισσότερο «χαλαρές» και δεν θα προσδιορίζονται επακριβώς τα μέτρα, ώστε όχι μόνο να περιορισθούν οι πολιτικές αντιδράσεις, αλλά και να αποφύγει η κυβέρνηση τις κατηγορίες ότι συμφωνεί για μέτρα που θα κληθεί να εφαρμόσει μια επόμενη κυβέρνηση.

2.       Το δεύτερο σοβαρό ζήτημα είναι πώς ακριβώς θα ενεργοποιηθεί ο νέος «κόφτης». Ο υφιστάμενος «κόφτης» βασίζεται στα στοιχεία της Eurostat, με ορισμένες συμφωνημένες, στο πλαίσιο του προγράμματος, τροποποιήσεις. Όμως, το ΔΝΤ επιμένει σε δικό του τρόπο υπολογισμού του πρωτογενούς πλεονάσματος, που δίνει πολύ χειρότερα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, με τη μεθοδολογία του Ταμείου το 2016 εκτιμάται ότι θα έχουμε πρωτογενές έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ και όχι πλεόνασμα.

Η κυβέρνηση θέλει να διασφαλίσει ότι δεν θα αποτελέσει βάση υπολογισμού για την ενεργοποίηση του «κόφτη» αυτή η μεθοδολογία, γιατί αυτό θα οδηγούσε σε δυσάρεστες εκπλήξεις.

3.       Ανάλογο πρόβλημα υπάρχει και με τα μέτρα που θα πρέπει να συμφωνηθούν για να καλυφθεί το εκτιμώμενο δημοσιονομικό κενό του 2018.

Όλες οι πλευρές δέχονται πλέον ότι το κενό είναι 700 εκατ. ευρώ. Όμως, η ελληνική πλευρά έχει προτείνει ως τώρα μέτρα με εκτιμώμενη απόδοση 500 εκατ. ευρώ. Το ΔΝΤ υπολογίζει την απόδοση σε 400 εκατ. ευρώ, ενώ αμφισβητεί και σε ποιοτικό επίπεδο τα προτεινόμενα μέτρα, υποστηρίζοντας ότι δεν έχουν μόνιμη δημοσιονομική επίδραση.

Αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να λυθεί, γιατί αν γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις του Ταμείου, η κυβέρνηση θα κληθεί να νομοθετήσει «δύσκολα» μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, όπως η μείωση του αφορολόγητου ορίου ή η αύξηση του κεντρικού συντελεστή ΦΠΑ. Το Eurogroup θα κληθεί στις 26 Ιανουαρίου να αποφασίσει γι’ αυτό το θέμα, ώστε να δοθεί κατεύθυνση στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν με τους Θεσμούς.

Πλεόνασμα 3,5% για... πόσα χρόνια;

Τέλος, ένα από τα σοβαρά προβλήματα που μπλοκάρει ως τώρα τις διαπραγματεύσεις, αλλά δεν αναμένεται να επιλυθεί από το Eurogroup στην παρούσα φάση και τουλάχιστον μέχρι να φθάσει η Αθήνα με τους Θεσμούς σε τεχνική συμφωνία, είναι ο ορισμός του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, δηλαδή για πόσα χρόνια θα κληθεί η Ελλάδα να διατηρήσει το πλεόνασμα του 3,5%.

Η κυβέρνηση επιμένει στην πρότασή της να διατηρηθεί μεν ο συνολικός στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αλλά αυτός από το 2019 να «σπάσει» σε δύο κομμάτια: 2,5% να κατευθύνεται στις δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους και 1% στη μείωση φορολογίας των επιχειρήσεων, ώστε να υποστηριχθεί η ανάπτυξη.

Προς το παρόν αυτή η πρόταση αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από τους δανειστές, οι οποίοι  φοβούνται ότι η ελληνική πλευρά θα αρκεσθεί τελικά σε πραγματικό πλεόνασμα 2,5% και το υπόλοιπο 1% θα προσπαθήσει να το καλύψει με φορολογικές και άλλες... "αλχημείες"  

Εν πάση περιπτώσει, εκτιμούν ότι αν μειωθεί στο 2,5% του ΑΕΠ το ύψος των πόρων που θα πηγαίνουν στις πληρωμές τόκων θα ανοίξει μια «τρύπα»  στο πρόγραμμα, η οποία θα πρέπει να καλυφθεί με μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.

Στο άλλο άκρο των ελληνικών προτάσεων βρίσκεται η πρόταση Σόιμπλε να διατηρηθεί για μια δεκαετία ο στόχος του 3,5%, ώστε ο συνδυασμός πολύ αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής και βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, που ήδη έχουν εγκριθεί, να εκμηδενίσει την πρόσθετη ελάφρυνση χρέους με μεσοπρόθεσμα μέτρα.

Αντίθετα, η Γαλλία θέλει να μειωθεί στα 3-5 χρόνια η διάρκεια ισχύος του στόχου για 3,5% πλεόνασμα, αναγνωρίζοντας ότι θα πρέπει να χαλαρώσει ο κλοιός της λιτότητας, παρότι αυτό θα απαιτήσει από την πλευρά των Ευρωπαίων δανειστών να συζητηθούν τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.