Επιδεινώθηκε τον Ιούλιο η έλλειψη προσωπικού στις βρετανικές επιχειρήσεις, λόγω της κλιμακούμενης αποχώρησης υπαλλήλων υπηκόων χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το περυσινό δημοψήφισμα για Brexit.
Σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία Έρευσης και Πρόσληψης (REC) η διαθεσιμότητα προσωπικού σημείωσε την μεγαλύτερη πτώση του τελευταίου ενάμισι χρόνου τον Ιούλιο. «Τα τμήματα της οικονομίας που στηρίζονται περισσότερο σε ευρωπαίους εργαζόμενους βρίσκονται κάτω από ακόμα μεγαλύτερη πίεση, καθώς πολλοί εργαζόμενοι της ΕΕ επιστρέφουν στις πατρίδες τους», είπε ο διευθύνων σύμβουλος της Συνομοσπονδίας, Κέβιν Γκριν.
Η μεγαλύτερη έλλειψη παρουσιάζεται στο Λονδίνο, όπου ο αριθμός των προσλήψεων αυξάνεται με πολύ χαμηλότερο ρυθμό από οπουδήποτε αλλού στη Βρετανία. «Οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ένα ουσιώδες τμήμα της αγοράς εργασίας του Λονδίνου, δεν προσλαμβάνουν με τον συνήθη ρυθμό, καθώς η ανασφάλεια που έχει δημιουργήσει το Brexit τους καθιστά επιφυλακτικούς», πρόσθεσε ο Γκριν.
Η άνοδος της ζήτησης προσωπικού, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ήταν αντίστοιχη με το επίπεδο του Μαΐου, όταν είχε σημειωθεί η ψηλότερη αύξηση των τελευταίων δύο ετών, και ώθησε τους αρχικούς μισθούς μονίμων θέσεων στο ψηλότερο σημείο τους τους τελευταίους 20 μήνες. Το ωρομίσθιο για τους μη μόνιμους αυξήθηκε, επίσης.
Οι προηγούμενες αυξήσεις μισθών, ωστόσο, όπως μετρήθηκαν απο την Συνομοσπονδία, δεν έχουν οδηγήσει σε μεγαλύτερες ανόδους στις ευρύτερες μετρήσεις αύξησης μισθών, θέμα το οποίο παρακολουθεί ιδιαίτερα στενά η Τράπεζα της Αγγλίας, καθώς εξετάζει πότε να αυξήσει τα επιτόκια από τα τωρινά χαμηλά επίπεδα-ρεκόρ.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, όταν οι μισθοί (μαζί με τα επιδόματα) προσαρμοστούν στον πληθωρισμό, παρουσιάζουν πτώση 0,7% στους τρεις μήνες πριν τον Μάιο, σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, σημειώνοντας την μεγαλύτερη πτώση από τα μέσα του 2014.
Ο Τζέιμς Μακγκρόι, διευθυντής του Open Britain, μιας ομάδας που υποστήριξε την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ και τώρα επιθυμεί να κρατήσει στενή συνεργασία με την Ένωση, είπε ότι η κυβέρνηση πρέπει να διευκρινίσει ότι οι πολίτες της ΕΕ εξακολουθούν να είναι ευπρόσδεκτοι. «Θα πρέπει να ξεκινήσουν με το να εγκαταλείψουν τον καταστροφικό και ανέφικτο στόχο της περικοπής της καθαρής μετανάστευσης σε δεκάδες χιλιάδες», είπε.