Μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος μετεγκατάστασης μεταφέρθηκαν, από την Ελλάδα, σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχεδόν 22.000 αιτούντες άσυλο, αριθμός, αρκετά μικρότερος από τον αρχικό στόχο των 66.000 μετεγκαταστάσεων.
«Όταν συμφωνήθηκε ο παραπάνω αριθμός, ο δρόμος των Βαλκανίων ήταν ανοιχτός» διευκρίνισε ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας, κατά τη διάρκεια σχετικής συνέντευξης Τύπου για τη λήξη του προγράμματος μετεγκατάστασης, προσθέτοντας ότι «όταν έκλεισε ο δρόμος των Βαλκανίων, αυτοί που έκαναν αίτηση για μετεγκατάσταση ήταν όσοι έμειναν στη χώρα και δικαιούνταν να ενταχθούν στο πρόγραμμα».
«Ο αριθμός των 66.000 είχε υπολογιστεί με βάση τις τότε ροές στην Ελλάδα, αλλά μετά τη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, οι ροές μειώθηκαν κατά 97%» σημείωσε, από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Γιάννης Χατζηγιάννης.
Η τύχη του προγράμματος μετεγκατάστασης στο μέλλον δεν είναι ακόμα γνωστή, ωστόσο, από την πλευρά της Ελλάδας ασκείται πίεση ώστε στις μετεγκαταστάσεις να περιλαμβάνονται «εθνικότητες με χαμηλό προσφυγικό προφίλ και να ευεργετηθούν ασυνόδευτα παιδιά» όπως είπε ο κ. Μουζάλας. «Ζητήσαμε επανειλημμένα από την Ευρωπαϊκή Ένωση να χαμηλώσει το προσφυγικό προφίλ και να εφαρμόσει το πρόγραμμα και σε άλλες κατηγορίες προσφύγων, όπως οι Αφγανοί που έχουν μεγάλο ποσοστό αναγνωρισιμότητας. Η Επιτροπή δεν βοήθησε σε αυτό, μπορώ να καταλάβω το γιατί με βάση τις αντιδράσεις, αλλά θα επιμείνουμε» ανέφερε ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής και συμπλήρωσε: «Επίσης, η Ελλάδα ζητάει να ενταχθούν στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης ασυνόδευτοι ανήλικοι όχι με βάση τη χώρα καταγωγής, αλλά με βάση το ότι είναι ανήλικοι. Και αυτό δεν εισακούστηκε, αλλά εμείς θα επιμείνουμε».
Ο κ. Μουζάλας εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2018, θα δώσει τη βαρύτητα που πρέπει στη μετεγκατάσταση, όπως και «στους άλλους δύο πυλώνες που έθεσε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, την επανεγκατάσταση και τις επιστροφές». Σχετικά με τις επανεγκαταστάσεις τόνισε: «Ελπίζω η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό το στενό μονοπάτι νομιμότητας που δημιούργησε ώστε να έρθουν οι πρόσφυγες νόμιμα στην Ευρώπη, να το μετατρέψει σε μία λεωφόρο, ώστε να γίνει πιο γενναιόδωρο, να δώσει την ελπίδα στους πρόσφυγες να επιλέξουν τον νόμιμο δρόμο και να μην αφεθούν στα χέρια των δουλεμπόρων».
Εξάλλου, ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Φιλίπ Λεκλέρκ, επισήμανε ότι «η Ύπατη Αρμοστεία επιθυμεί την πλήρη συνέχιση του προγράμματος μετεγκατάστασης, δίνοντας βαρύτητα και σε ομάδες αιτούντων, όπως είναι οι Αφγανοί και οι ευάλωτοι».
Το πρόγραμμα μετεγκατάστασης έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν σήμερα από την Υπηρεσία Ασύλου και τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, από την έναρξή του τον Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2017, 21.726 αιτούντες άσυλο, εκ των οποίων 6.982 άντρες, 4.925 γυναίκες και 9.819 παιδιά, μετακινήθηκαν σε άλλες χώρες. Ο συνολικός αριθμός αναμένεται να φτάσει τις 22.000 μετά την ολοκλήρωση των μεταφορών 281 εγκεκριμένων αιτήσεων το αμέσως επόμενο διάστημα.
Οι χώρες που δέχτηκαν τον μεγαλύτερο αριθμό αιτούντων άσυλο ήταν η Γερμανία (5.376), η Γαλλία (4.399), η Ολλανδία (1.748), η Σουηδία (1.658), η Φινλανδία (1.202), η Πορτογαλία (1.193) και η Ισπανία (1.126).
Η Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε ως επιλέξιμους για το πρόγραμμα 27.457 αιτούντες, από τους οποίους οι 3.500 ακολούθησαν τη διαδικασία οικογενειακής επανένωσης. Για τους υπόλοιπους 24.103 η Υπηρεσία έστειλε αιτήματα μετεγκατάστασης, από τους οποίους οι 22.735 έγιναν δεκτοί και οι 1.115 απορρίφθηκαν.
Επίσης, στο πλαίσιο του προγράμματος μετεγκαταστάθηκαν 596 ασυνόδευτοι ανήλικοι, η πλειοψηφία των οποίων ήταν αγόρια (το 71,8%), με κύρια χώρα καταγωγής τη Συρία (οι 483) και ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 14-17 ετών (οι 503). Τον μεγαλύτερο αριθμό ασυνόδευτων ανηλίκων υποδέχθηκαν η Φνλανδία (137), η Ολλανδία (81), η Γερμανία (57), η Ισπανία (46) και η Ιρλανδία (38).
Όπως επισήμανε η επικεφαλής του κλιμακίου μετεγκατάστασης της Υπηρεσίας Ασύλου, Ζωή Νασίκα, οι βασικές δυσχέρειες του προγράμματος ήταν ότι οι επιλέξιμοι ήταν κυρίως από τη Συρία. Το Ιράκ ήταν επιλέξιμο μόνο έως το πρώτο τετράμηνο του 2016 και οι υπόλοιπες χώρες ήταν επιλέξιμες σε πολύ μικρούς αριθμούς. Η κ. Νασίκα υπογράμμισε, επιπλέον, τους αργούς ρυθμούς υλοποίησης του προγράμματος τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του, οπότε μεταφέρθηκαν λιγότερα από 3.000 άτομα σε άλλες χώρες.
Σημειώνεται, ότι η δράση χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Πρόγραμμα του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης 2014-2020, με χρηματοδότηση της ΕΕ σε ποσοστό 100%, χωρίς εθνικούς πόρους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ