Οι τόνοι της αντιπαράθεσης ανεβαίνουν, τα γάντια να βγαίνουν και οι συγκρούσεις αποκτούν χαρακτηριστικά πολιτικού ρεβανσισμού, δημιουργώντας ένα άκρως εκρηκτικό σκηνικό. Παράλληλα η στάση των εταίρων-δανειστών φαίνεται να σκληραίνει δοκιμάζοντας τις ανοχές και αντοχές του κυβερνητικού συνασπισμού καθώς και τη συνοχή του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό το πλαίσιο επανέρχονται σενάρια ανατροπής του πολιτικού status quo είτε μέσω της διεύρυνσης/αλλαγής του σχήματος με την είσοδο του ΠΑΣΟΚ, είτε μέσω κυβέρνησης τεχνοκρατών –τύπου Παπαδήμου-.
Ωστόσο μια πιο προσεκτική ανάγνωση των γεγονότων αποκαλύπτει μια μάλλον ελεγχόμενη σύγκρουση, χωρίς ιδιαίτερο βάθος και με διαφορετικές στρατηγικές επιδιώξεις για τους εμπλεκόμενους σε αυτή. Ο επανακαθορισμός των πολιτικών σφαιρών επιρροής, η ενίσχυση των συσπειρώσεων και αναδιάρθρωση των ομάδων εξουσίας, σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση φαίνεται ότι το ζητούμενο τόσο για τον Αλέξη Τσίπρα όσο και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Τα διλλήματα που τίθενται, το βάθος της σύγκρουσης καθώς και τα ανοιχτά μέτωπα οδηγούν σε ξεσκαρτάρισμα, καθώς το νέο σκηνικό πολιτικής σταθερότητας που διαμορφώνεται με την ανάδειξη ηγεσίας στη Νέα Δημοκρατία αποτελεί πόλο για την έκφραση –και- επιχειρηματικών συμφερόντων.
Όπως ήταν προφανές από τη χθεσινή φιέστα του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε στήριξη από το κόμμα, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του οποίου θα τεθεί σύντομα προ των ευθυνών της. Παράλληλα ο κομματικός μηχανισμός που διαθέτει κοινωνικά ερείσματα θα κληθεί να διαχειριστεί το πολιτικό κόστος, παίζοντας μάλιστα ρόλο βαλβίδας εκτόνωσης της κοινωνικής έντασης.
Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ξεκλειδώνει μια διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων στο χώρου του κέντρου, δημιουργώντας στρες στο ΠΑΣΟΚ και Το Ποτάμι.
Ετσι ενώ εκ της συγκυρίας φαίνεται να πιέζεται πολιτικά η κυβέρνηση, από τις εξελίξεις αντιλαμβάνεται κανείς ότι το πεδίο της πίεσης εστιάζεται στον χώρο του κέντρου. Η δυναμική που δημιουργεί η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη και η προσπάθεια ανασύνταξης της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει αντίκρισμα στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά στον χώρο της ευρύτερης κεντροδεξιάς.
Παράλληλα το καθαρό φιλελεύθερο έως και νεοφιλελεύθερο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη βοηθάει τον Αλέξη Τσίπρα να καθαρίσει τη δική του εικόνα και τον ΣΥΡΙΖΑ να τροφοδοτήσει ανοιχτά διλήμματα, οδηγώντας τη βάση σε πόλωση και συσπείρωση.
Η σκλήρυνση της στάσης της τρόικας στο πλαίσιο της αξιολόγησης και η απαίτηση για «αίμα», δημιουργώντας την αίσθηση επικείμενης σύγκρουσης με προοπτική πολιτικών ανατροπών, αν και φαίνεται να έχουν στα πεδινά της Νέας Δημοκρατίας, εν τούτοις δεν τυγχάνουν ανταπόκρισης στη νέα ηγεσία της, καθώς κάτι τέτοιο θα αναγκάσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να χρησιμοποιήσει το εδραιωμένο σύστημα Σαμαρά.
Σε αυτό το πλαίσιο, ανατροπή του πολιτικού status quo θα καθιστούσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη δέσμιο των δομών, ανθρώπων και πολιτικών του Αντώνη Σαμαρά και τον πρώην πρωθυπουργό χειριστή του παιχνιδιού.
Παράλληλα η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να εκπέμψει διακριτό πολιτικό σήμα καλύπτοντας τον χώρο της Κεντροαεριστεράς και η σοβούσα σύγκρουση μεταξύ της Φώφης Γεννηματά και του Βαγγέλη Βενιζέλου δίνουν στον Αλέξη Τσίπρα τη δυνατότητα να πλαγιοκοπήσει τον χώρο και τα στελέχη.
Υπ αυτό το πρίσμα και με δεδομένη τη μαγνητική έλξη της εξουσίας τα δυο κεντρώα κόμματα, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι θα τεθούν αντιμέτωπα με την εκροή στελεχών προς τα δυο μεγαλύτερα, ενώ θα αναγκαστούν να προσδιορίσουν με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά της πολιτικής τους ταυτότητας ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν και να δημιουργήσουν τις απαραίτητες κοινωνικές αναφορές που θα τους διασφαλίσουν ζωτικό χώρο.
Συνεπώς οι συγκρούσεις αν και εντείνονται ανεβάζοντας το πολιτικό θερμόμετρο είναι καταδικασμένες να συμβάλουν στην αναδιάταξη σφαιρών επιρροής και να πιέσουν στην αλλαγή ομάδων εξουσίας και όχι να αποτελέσουν μοχλό ευρύτερων ανατροπών.
Το σκηνικό πολιτικής κόλασης που οικοδομείται μπορεί μόνο να θολώσει τα νερά βοηθώντας στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης και δίνοντας μεγαλύτερη εξουσία και αυτονομία στους κκ Τσίπρα και Μητσοτάκη, υπό το καθεστώς πιέσεων, να λάβουν αποφάσεις που υπό διαφορετικές συνθήκες θα αποτελούσαν πεδίο αντιπαραθέσεων.