Η πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία που τέθηκε σε άτυπη εφαρμογή έλεγχος επί των κεφαλαίων ήταν το 1930, όταν διάφορες χώρες βγήκαν από τον κανόνα του χρυσού. Ο έλεγχος κεφαλαίων «θεσμοθετήθηκε» για πρώτη φορά μεταπολεμικά με τη συνθήκη Μπρέτον Γουντς, όταν τέθηκαν οι βάσεις για να υπάρξει νομισματική ελαστικότητα στο σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Ωστόσο, τη δεκαετία του 1970 το σύστημα Μπρέτον Γουντς άρχισε να αποσυντίθεται, καθώς πολλές χώρες δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τις ισχυρά κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Η απάντηση του διεθνούς οικονομικού στερεώματος σε αυτήν την εξέλιξη, ήταν η εισαγωγή των ελεύθερων μεταφορών κεφαλαίων και αγαθών, θέτοντας έτσι τις βάσεις για μια νέα φιλοσοφία στη παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση.
Η ανεμπόδιστη και χωρίς όριο μεταφορά κεφαλαίων στη διεθνή οικονομία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έβγαλε στην επιφάνεια διάφορα προβλήματα που παρατηρούνταν για πρώτη φορά στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που κάποτε ήταν ο μοναδικός και κύριος υπερασπιστής της απρόσκοπτης ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, άρχισε να αναγνωρίζει την αναγκαιότητα για περιορισμένο και αυστηρά οργανωμένο έλεγχο κεφαλαίων σε εξαιρετικές περιστάσεις. Για παράδειγμα, η φορολογία σε εξαγορά χρέους ή περιουσιακών στοιχείων θεωρήθηκε ότι μπορεί να περιορίσει την αποσταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τις χρηματοπιστωτικές φούσκες. Παράλληλα, ο περιορισμός του εξωτερικού τραπεζικού δανεισμού, θεωρήθηκε ότι μπορεί να περιορίσει τη χρηματοπιστωτική αστάθεια και να προστατεύσει τις τράπεζες από μεγάλες ζημιές. Η φιλοσοφία αυτή ενισχύθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, που εισήγαγε ακόμη μεγαλύτερους ελέγχους στη μεταφορά κεφαλαίων.
Ο προβληματισμός όμως για τη χρησιμότητα του ελέγχου κεφαλαίων, εξακολουθεί να προβληματίζει τους οικονομολόγους. Η περίπτωση της κρίσης στη Μαλαισία στα τέλη του 1990, αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα της αμφισημίας αυτής της πολιτικής.
Η χρηματοοικονομική κρίση στην Ασία εκείνο το καιρό, ήταν απειλή για τις οικονομίες της περιοχής. Το ΔΝΤ συμβούλευε τότε δημοσιονομική και νομισματική λιτότητα για να αποτρέψει την έξοδο των κεφαλαίων. Η Μαλαισία δεν ακολούθησε όμως τις συμβουλές του ΔΝΤ και επέβαλε σκληρούς περιορισμούς σε συναλλαγές ξένων ισοτιμιών. Ελεύθερη από το βραχνά της υπεράσπισης του νομίσματός της από την έξοδο κεφαλαίων, η Μαλαισία μπόρεσε να χαλαρώσει τη νομισματική της πολιτική. Παρότι οι οικονομολόγοι εξακολουθούν να τσακώνονται για την αποτελεσματικότητα αυτής της κίνησης, η Μαλαισία έδειξε ότι ήταν καλύτερα προστατευμένη σε σχέση με τους γείτονές της και το 2002 έθεσε τέλος στους ελέγχους κεφαλαίων.
Η Αργεντινή αποτελεί άλλη μία χαρακτηριστική περίπτωση: η έξοδος κεφαλαίων το 2001 και η μετατροπή των αργεντίνικων πέσος σε δολάρια, οδήγησε στον περιορισμό στις συναλλαγές ξένων ισοτιμιών και στην υποτίμηση του πέσο. Οι αναλήψεις περιορίστηκαν στα 250 πέσος την εβδομάδα, προκειμένου να μη χρεοκοπήσει το τραπεζικό της σύστημα. Ο έλεγχος κεφαλαίων τερματίστηκε το 2002 και η Αργεντινή τα επόμενα χρόνια σημείωσε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις της Αργεντινής εξακολουθούν να παρεμβαίνουν κατά καιρούς στις διεθνείς συναλλαγές, κάθε φορά που η υποτίμηση του πέσο και ο πληθωρισμός απειλούν τη σταθερότητα της οικονομίας.
Μία άλλη χώρα χρηματοοικονομικά εκτεθειμένη, η Ισλανδία, απάντησε στην κατάρρευση του τραπεζικού της συστήματος το 2008, με περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων. Αυτές οι πολιτικές, που προορίζονταν να αποτρέψουν τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση και τη βαθειά υποτίμηση του νομίσματός της, συνέβαλαν στη σταθεροποίηση της οικονομίας της. Ωστόσο, ήταν δύσκολο να ανατραπούν. Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ο περιορισμός στη μεταφορα κεφαλαίων βρισκόταν σε ισχύ.
Τέλος, η πιο κοντινή σε εμάς περίπτωση είναι αυτή του ελέγχου κεφαλαίων στη Κύπρο το 2013. Η παρ΄ολίγον πτώχευση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, οδήγησε την κυβέρνηση στο κλείσιμο των τραπεζών για δύο εβδομάδες, προκειμένου να εμποδίσει την αιμορραγία της εξόδου κεφαλαίων. Η Κύπρος έπρεπε να περιμένει ένα χρόνο μέχρι να αρθεί ο έλεγχος κεφαλαίων.