Μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος στην ευρωζώνη είχε η Ελλάδα, μαζί με την Ισπανία, μέσα στο 2022, δηλαδή μέσα στο έτος της απότομης εκτίναξης του πληθωρισμού, σύμφωνα με ειδική ανάλυση από 13 οικονομολόγους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που διερεύνησαν την επίδραση των μέτρων που έλαβαν έξι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να μειώσουν την πίεση που ασκήθηκε στα νοικοκυριά -και κυρίως στα οικονομικά ασθενέστερα- από την άνοδο του πληθωρισμού.
Η έρευνα επικεντρώθηκε στις τέσσερις μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία), καθώς και σε δύο μικρότερες, την Ελλάδα και την Πορτογαλία, ώστε να δημιουργηθεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για το σύνολο της ευρωζώνης. Στόχος της έρευνας ήταν να αναλυθεί η διανεμητική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού, δηλαδή πόσο επηρέασε τα εισοδήματα των επιμέρους κατηγοριών, καθώς να εξετασθεί η επίδραση που είχαν τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των νοικοκυριών το 2022.
Για την Ελλάδα και, ειδικότερα, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών μέτρων, το συμπέρασμα είναι αρνητικό, καθώς στη χώρα μας, μαζί με την Ισπανία, σημειώθηκε η μεγαλύτερη πραγματική μείωση διαθέσιμου εισοδήματος.
«Παρά τα κυβερνητικά μέτρα και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος», τονίζουν οι ερευνητές της ΕΚΤ, «η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών εκτιμάται ότι μειώθηκε σημαντικά το 2022. Για τη ζώνη του ευρώ, το συνολικό αυτό χάσμα, δηλαδή η διαφορά μεταξύ της αύξησης των ισοδύναμων διαθέσιμων εισοδημάτων των νοικοκυριών και της πραγματικής αύξησης των τιμών καταναλωτή, ανέρχεται σε 2,2%».
Όμως, όπως τονίζουν, «υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Τα νοικοκυριά αντιμετώπισαν τις μεγαλύτερες απώλειες στην Ισπανία και την Ελλάδα, όπου οι απώλειες αγοραστικής δύναμης ξεπέρασαν το 3%. Στη Γαλλία, από την άλλη πλευρά, καταγράφηκε χαμηλός πληθωρισμό, χαμηλός αριθμός εισοδηματικών μέτρων στήριξης και σημαντικά μέτρα για τις τιμές, με αποτέλεσμα τη μικρότερη απώλεια αγοραστικής δύναμης μεταξύ των χωρών, δηλαδή μόλις 0,6%».
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, «η ανάλυση επιβεβαιώνει ότι η αγοραστική δύναμη και η ευημερία επηρεάστηκαν σοβαρότερα από την αύξηση του πληθωρισμού το 2022 στα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος από ό,τι στα νοικοκυριά υψηλότερου εισοδήματος. Τα δημοσιονομικά μέτρα αντιστάθμισαν τις απώλειες για τα νοικοκυριά για περίπου το ένα τρίτο της απώλειας εισοδημάτων, αν και με σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών.
Ταυτόχρονα, τα δημοσιονομικά μέτρα κάλυψαν περίπου το 60% του χάσματος ανισότητας μεταξύ νοικοκυριών χαμηλότερου και υψηλότερου εισοδήματος. Τα περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα δεν ήταν ιδιαίτερα καλά στοχευμένα στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, με αποτέλεσμα υψηλότερη από την αναγκαία δημοσιονομική επιβάρυνση για την άμβλυνση των διανεμητικών επιπτώσεων της πληθωριστικής διαταραχής» -σ.σ.: σε ό,τι αφορά τη στόχευση των μέτρων, κατ' επανάληψη έχει επισημάνει η Κομισιόν ότι στην Ελλάδα υπήρξαν σοβαρές αδυναμίες.
Τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
1. Η ανάλυση επιβεβαιώνει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, ότι η καταναλωτική ευημερία των νοικοκυριών χαμηλότερου εισοδήματος επηρεάστηκε σοβαρότερα από την άνοδο του πληθωρισμού το 2022 από ό,τι η αύξηση του πληθωρισμού των νοικοκυριών υψηλότερου εισοδήματος. Σε ποσοτικούς όρους, για το σύνολο της ζώνης του ευρώ, ο αντίκτυπος μόνο των αυξήσεων των τιμών σήμαινε μείωση κατανάλωσης κατά περισσότερο από 13% για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος, η οποία είναι 2,8 φορές υψηλότερη από την πτώση για τα νοικοκυριά με τα υψηλότερα εισοδήματα. Αυτή η διαφορά ευημερίας ή το «χάσμα ανισότητας» οφείλεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον, τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος έχουν μεγαλύτερο βάρος ενεργοβόρων αγαθών στα καλάθια κατανάλωσής τους και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζουν γενικά υψηλότερα πραγματικά ποσοστά πληθωρισμού. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος υποφέρουν περισσότερο από τον πληθωρισμό λόγω της δαπάνης υψηλότερου μεριδίου του εισοδήματος στην κατανάλωση. Αυτά τα νοικοκυριά συνήθως δεν αποταμιεύουν σημαντικό τμήμα του εισοδήματός τους, αλλά συχνά συσσωρεύουν χρέος για να σταθεροποιήσουν την πραγματική τους κατανάλωση (αρνητικές αποταμιεύσεις). Είναι ζωτικής σημασίας να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα μερίδια κατανάλωσης του εισοδήματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών νοικοκυριών για να κατανοήσουμε πλήρως τον ετερογενή αντίκτυπο του πληθωρισμού.
2. Τα δημοσιονομικά μέτρα έχουν συμβάλει σημαντικά στον μετριασμό της απώλειας αγοραστικής δύναμης και της αύξησης των ανισοτήτων, αν και υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ των χωρών. Τα κυβερνητικά μέτρα για τη στήριξη των εισοδημάτων των νοικοκυριών και τον περιορισμό της αύξησης των τιμών καταναλωτή αντιστάθμισαν σχεδόν πλήρως την απώλεια της κατανάλωσης που προκλήθηκε από την άνοδο των τιμών καταναλωτή στη Γαλλία, την Πορτογαλία και, σε μεγάλο βαθμό, την Ιταλία. Για τη ζώνη του ευρώ, τα μέτρα αυτά αντιστάθμισαν για τα νοικοκυριά το ένα τρίτο περίπου της απώλειας εισοδήματος. Τα δημοσιονομικά μέτρα συνέβαλαν επίσης στην μείωση του χάσματος ανισότητας που δημιούργησε η άνοδος του πληθωρισμού μεταξύ νοικοκυριών χαμηλότερου και υψηλότερου εισοδήματος. Γενικότερα, για το συνολικό μέγεθος της ζώνης του ευρώ, το χάσμα ευημερίας μεταξύ των χαμηλότερων και των υψηλότερων δεκατημορίων εισοδήματος καλύφθηκε κατά περίπου 60%. Μόνο η Ισπανία και η Γερμανία εξακολουθούν να έχουν σημαντικές διαφορές στην έκθεση στον πληθωρισμό μεταξύ των νοικοκυριών.
3. Τα περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα δεν στόχευαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά στα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος, προκαλώντας σχετικά υψηλή δημοσιονομική επιβάρυνση. Περίπου τα μισά από τα κυβερνητικά μέτρα του 2022 σε αυτό το δείγμα αφορούσαν τη συγκράτηση των αυξήσεων των τιμών. Τα μέτρα τιμών, λόγω του οριζόντιου χαρακτήρα τους, δεν μπορούν εύκολα να απευθύνονται σε νοικοκυριά που χρειάζονται στήριξη, αλλά ωφελούν όλους τους καταναλωτές. Κάνοντας χρήση εισοδηματικών μέτρων που στοχεύουν στα νοικοκυριά με το χαμηλότερο εισόδημα, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να είχαν κλείσει το χάσμα εισοδημάτων με πολύ χαμηλότερο δημοσιονομικό κόστος. Για τη ζώνη του ευρώ συνολικά, το χάσμα που καλύφθηκε με εισοδηματικές ενισχύσεις ήταν τριπλάσιο από εκείνο που καλύφθηκε με επιδοτήσεις στις τιμές (σ.σ.: όπως, για παράδειγμα, οι ελληνικές επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος), ανά δαπανηθέν ευρώ. Η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας των μέτρων από την πλευρά του εισοδήματος διέφερε σημαντικά μεταξύ των χωρών. Αυτό υποδηλώνει ότι η συζήτηση πολιτικής θα πρέπει να υπερβαίνει τη συζήτηση για στοχευμένα έναντι μη στοχευμένων μέτρων και να επικεντρώνεται περισσότερο στον καλύτερο τρόπο σχεδιασμού στοχευμένων μέτρων.