Ενώ εξελίσσεται η διελκυστίνδα εντός της ΕΚΤ, ανάμεσα στα «γεράκια» και τα «περιστέρια» για τη νομισματική πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η Κεντρική Τράπεζα, οι αγορές και οι επενδυτές ποντάρουν σε σωρευτική αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης έως τον Οκτώβριο!
Με την ενεργειακή κρίση να υποτροπιάζει και πάλι, τις τιμές φυσικού αερίου και ρεύματος να εκτινάσσονται σε δυσθεώρητα ύψη και τον πληθωρισμό να παραμένει πανίσχυρος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, traders και άνθρωποι της αγοράς, εκτιμούν ότι τελικώς θα περάσει η άποψη των «γερακιών». Του γερμανικού διευθυντηρίου δηλαδή και των μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ που βρίσκονται υπό την επιρροή του Βερολίνου και ζητούν επιθετική αύξηση των βασικών επιτοκίων, κατά 50 μονάδες βάσης, αρχής γενομένης από τον Σεπτέμβριο. Αντιθέτως τα λεγόμενα «περιστέρια», με προεξάρχουσα την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τάσσονται υπέρ μιας πιο μετριοπαθούς πολιτικής, που μεταφράζεται σε αύξηση κατά 0,25% τον Σεπτέμβριο.
Η αγορά εκτιμά ότι η γραμμή των «γερακιών» θα υπερισχύσει, καθώς η νέα κλιμάκωση στην ενέργεια, τα εφιαλτικά σενάρια για την Ευρώπη τον χειμώνα και φυσικά ο φόβος για την περαιτέρω ενδυνάμωση του πληθωρισμού, ενισχύουν την επιχειρηματολογία τους. Έτσι, κατά τις επόμενες δύο συνεδριάσεις το βασικό επιτόκιο θα φτάσει το 1,5%, το επιτόκιο καταθέσεων στο 1% και το επιτόκιο οριακής αναχρηματοδότησης στο 1,75%.
Η εκτίμηση που εκφράζουν οι επενδυτές, μέσω του Bloomberg, είναι πως η επιθετική πολιτική της ΕΚΤ θα έχει βραχύβιο ορίζοντα, καθώς εντός του 2023 θα υπάρξει επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των επιτοκίων. Σημειώνουν, ωστόσο, ότι το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα ακολουθήσουν κι άλλες κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης, όπως η Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία σύμφωνα με τις σχετικές εκτιμήσεις θα διαμορφώσει τα επιτόκιά της στο 3,5% στο τέλος του 2022, από το 1,75% που είναι σήμερα.
Τι θα αλλάξει στα δάνεια
Εφόσον επιβεβαιωθούν οι συγκεκριμένες προβλέψεις και η ΕΚΤ προχωρήσει σε μια τέτοια δραστική αύξηση των επιτοκίων της, τότε ασφαλώς θα προκύψουν νέα δεδομένα στην πραγματική οικονομία. Το χρήμα γίνεται ακριβότερο και το κόστος δανεισμού θα αυξηθεί για όλους, είτε πρόκειται για νοικοκυριά, είτε για επιχειρήσεις, Δημόσιο κτλ. Εξαίρεση δεν μπορεί να αποτελέσει προφανώς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, που αντλεί ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και προφανώς θα επιβαρυνθεί. Είναι, μάλιστα, πιθανό οι τράπεζες να μετακυλήσουν το αυξημένο κόστος στους δανειολήπτες, διευρύνοντας μάλιστα τα επιτοκιακά περιθώρια, ώστε να αυξήσουν την κερδοφορία τους.
Τη μεγαλύτερη επιβάρυνση θα υποστούν όσοι έχουν ήδη δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ οι οφειλέτες μεγάλων στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου – και οι επιχειρήσεις με μεγάλο ανεξόφλητο υπόλοιπο οφειλής, θα… δεινοπαθήσουν από τα νέα δεδομένα που θα προκύψουν.