Αγορές

Έκαψαν τους επενδυτές τα ελληνικά ομόλογα, διψήφιες οι απώλειες


Πολιορκημένοι από τη συνεχή άνοδο των αποδόσεων βρίσκονται οι επενδυτές που έχουν τοποθετήσει κεφάλαια σε ελληνικά ομόλογα και έχουν υποστεί απώλειες κεφαλαίου σε διψήφιο ποσοστό το τελευταίο 12μηνο. Τα ελληνικά ομόλογα έλαβαν στήριξη από την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας από την Standard & Poor's, όμως το διεθνές σκηνικό είναι άκρως απειλητικό για τους επενδυτές, ιδιαίτερα μετά τις επιθετικές δηλώσεις από τους αξιωματούχους της Fed για τα επιτόκια.

Ύστερα από αρκετά χρόνια εύκολων κερδών από τα ελληνικά ομόλογα, οι επενδυτές βρίσκονται πλέον μπροστά σε βαριές απώλειες εξαιτίας της μείωσης των τιμών τους, που κινούνται αντίστροφα προς τις αποδόσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως φαίνεται στο γράφημα, ο δείκτης ελληνικών ομολόγων της S&P και του Dow Jones σημειώνει πλέον απώλειες σε διψήφιο ποσοστό σε 12μηνη βάση, χάνοντας 10,25%, ενώ τα προηγούμενα χρόνια έφερνε συνεχώς κέρδη στους επενδυτές.

Η άλλη όψη των απωλειών για τους επενδυτές είναι η αύξηση του κόστους δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αναμένεται αυτή την εβδομάδα να προχωρήσει σε νέα έξοδο στην αγορά, με κοινοπρακτική έκδοση 5ετών ομολόγων, από την οποία ο ΟΔΔΗΧ και το υπουργείο Οικονομικών σκοπεύουν να αντλήσουν 2 - 3 δισ. ευρώ, ανάλογα με το ενδιαφέρον που θα εκδηλωθεί από επενδυτές.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, για πρώτη φορά από το 2019, η απόδοση του 5ετούς ομολόγου εκτινάχθηκε την τελευταία εβδομάδα πάνω από το 2%, κάτι που σημαίνει ότι το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο θα εκτιναχθεί κοντά στο 2,5% -θα ήταν βέβαια πολύ υψηλότερο, ξεπερνώντας το 3%, εάν η κυβέρνηση επιχειρούσε μια έξοδο με 10ετές ομόλογο.

Πρόκειται για δεκαπλασιασμό του κόστους δανεισμού με 5ετής τίτλους, μέσα σε ένα χρόνο. Τον περασμένο Μάιο, σε θριαμβευτική ατμόσφαιρα, η Ελλάδα είχε εκδώσει 5ετές ομόλογο και είχε αντλήσει 3 δισ. ευρώ, με την απόδοση να διαμορφώνεται, τότε, σε 0,2%. Όπως είχε τονίσει τότε ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας με εκείνη την έκδοση είχε καταγραφεί το ιστορικό χαμηλό κόστους δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο, ανεξαρτήτως διάρκειας. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι στη διάρκεια του 2021 η απόδοση του 5ετούς ομολόγου στη δευτερογενή αγορά έφθασε να είναι και αρνητική.

Σήμερα, οι συνθήκες έχουν αλλάξει σημαντικά και αμφισβητείται πλέον αν οι επενδυτές μπορούν να κερδίσουν από τα ελληνικά ομόλογα, αλλά και αν το Δημόσιο θα μπορέσει να θέσει υπό έλεγχο τη συνεχή αύξηση του κόστους δανεισμού. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου η κύρια πηγή ανησυχίας ήταν οι δημοσιονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται στις δυναμικές που αναπτύσσονται στις διεθνείς αγορές.

Ο πληθωρισμός έχει πλέον ξεφύγει από τον έλεγχο των κεντρικών τραπεζών, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, και αναμένεται το επόμενο διάστημα να «σφίξουν τα λουριά» πολύ απότομα, προκειμένου να τον αναχαιτίσουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης, Τζερόμ Πάουελ, δήλωσε ότι είναι «στο τραπέζι» μια αύξηση επιτοκίου κατά μισή μονάδα τον Μάιο, ενώ η αγορά προεξοφλεί πλέον συνολικά τέσσερις αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων κατά μισή μονάδα η καθεμιά ως τον Σεπτέμβριο.

Πρόκειται για το πιο γρήγορο «σφίξιμο» της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής εδώ και πολλά χρόνια, που ήδη έχει ανεβάσει στο 3% την απόδοση των 10ετών αμερικανικών ομολόγων και φέρνει συνεχώς κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές στο δολάριο, προκαλώντας πίεση στις ασθενέστερες οικονομίες.

Παρότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολουθεί σαφώς πιο ήπια πολιτική από τη Fed, αξιωματούχοι της ΕΚΤ τόνισαν τις τελευταίες ημέρες, μιλώντας στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ, ότι είναι πολύ πιθανός ο τερματισμός του προγράμματος αγοράς ομολόγων από τον Ιούλιο, ώστε αμέσως μετά να αυξήσει και η ΕΚΤ τα επιτόκια, με την αγορά να προεξοφλεί πλέον ότι, ως το τέλος του έτους, το αρνητικό (-0,50) επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων θα έχει φθάσει στο μηδέν ή ακόμη και στο 0,25%, σηματοδοτώντας το τέλος της πολιτικής αρνητικών επιτοκίων, ύστερα από οκτώ χρόνια.

Σε αυτό το περιβάλλον, αναλυτές τονίζουν ότι η εποχή του εύκολου και φθηνού δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο έχει τελειώσει και, αρχής γενομένης από την έκδοση των 5ετών τίτλων με αρκετά «τσουχτερό» επιτόκιο η Ελλάδα θα πρέπει να προσαρμοσθεί σε πιο δύσκολες συνθήκες, καθώς κινδυνεύει να αρχίσει να υποκαθιστά τα φθηνά ευρωπαϊκά δάνεια με πολύ ακριβότερα δάνεια από την αγορά, κάτι που θα υπονόμευε τη βιωσιμότητα του χρέους.