Ελλάδα

Είναι δυνατό να επιβραδυνθεί η μείωση και η γήρανση του πληθυσμού της Ελλάδας;


«Οι πρόσφατες προβολές του πληθυσμού στον ορίζοντα του 2050 (Ην. Έθνη, 2022 και Eurostat, EUROPOP- 2023) συγκλίνουν στο ότι η αύξηση των θανάτων και η μείωση των γεννήσεων δεν είναι δυνατό να ανατραπεί μεσοπρόθεσμα, με αποτέλεσμα τα φυσικά ισοζύγια να παραμείνουν αρνητικά, η γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, ενώ η μετανάστευση θα έχει καθοριστικό ρόλο».

Πρόκειται για ορισμένα από τα συμπεράσματα που αναφέρονται στο 4ο τεύχος της σειράς «FOCUS» με θέμα «H ελληνική δημογραφική πραγματικότητα», ένα ψηφιακό δελτίο που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ και υλοποιούμενου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα». Ο συγγραφέας (ο καθηγητής Βύρων Κοτζαμάνης, επιστημονικός υπεύθυνος του Προγράμματος), σημειώνει ότι το αν θα μειωθεί ο πληθυσμός της Ελλάδας κατά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ή κατά 1,5 εκατομμύριο το 2050 σε σχέση με σήμερα, θα εξαρτηθεί κυρίως από τη μεταναστευτική ζυγαριά (είσοδοι- έξοδοι) και δευτερευόντως από τα ισοζύγια γεννήσεις- θάνατοι (Φυσικό Ισοζύγιο).

Ειδικότερα, αναφερόμενος στο Φυσικό Ισοζύγιο επισημαίνει ότι ο περιορισμός του ελλείμματος των γεννήσεων έναντι των θανάτων προϋποθέτει τη συγκράτηση της αύξησης των δεύτερων -άμεση επίπτωση της γήρανσης- και, κυρίως την αύξηση των γεννήσεων. Οι θάνατοι, που το 1994- 2019 ανήλθαν σε 2,82 εκατ., εκτιμάται ότι θα κυμανθούν τα επόμενα 26 χρόνια (2024- 2049) από 3,40 εκατ. (δυσμενές σενάριο), έως 3,25 εκατ. (ευνοϊκότατο σενάριο). Οι γεννήσεις την ίδια περίοδο, αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης, στην υπόθεση ενός μηδενικού μεταναστευτικού ισοζυγίου, αν δεν δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί δεν αναμένεται να ξεπεράσουν κατά πολύ (δυσμενές σενάριο) τα 1,9 εκατ. (2,64 εκατ. την περίοδο 1994- 2019).

Η προοδευτική δημιουργία του περιβάλλοντος όμως αυτού (αισιόδοξο σενάριο), στην υπόθεση πάντοτε ενός μηδενικού μεταναστευτικού ισοζυγίου, θα επιτρέψει στα νέα ζευγάρια να ανακόψουν αρχικά την πτωτική πορεία της γονιμότητάς τους (οι γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1980 δεν θα κάνουν περισσότερα από 1,5 παιδιά, ενώ οι μητέρες τους έφεραν στον κόσμο 2,1) και, στη συνέχεια, να την αυξήσουν προοδευτικά με αποτέλεσμα οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το 2010 να αποκτήσουν έως και 1,8 παιδιά.

Η αλλαγή αυτή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, λαμβάνοντας υπόψη και τη μελλοντική σταθεροποίηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών, θα οδηγήσει προοδευτικά στην αύξηση των ετήσιων δεικτών της γονιμότητας από 1,3- 1,4 σήμερα στα 1,75 παιδιά/γυναίκα τη δεκαετία του 2040 και, επομένως, στον περιορισμό της μείωσης των γεννήσεων. Αλλά, σημειώνει ο καθηγητής, ακόμη και αν αυτό επιτευχθεί, οι γεννήσεις δεν πρόκειται να ξεπεράσουν τα 2,1 εκατ. Το 2024- 2049 καθώς το πλήθος των ατόμων σε ηλικία απόκτησης παιδιών θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι τα μέσα του αιώνα μας.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, το έλλειμμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων (το Φυσικό Ισοζύγιο) αναμένεται να κυμανθεί από -1,50 (δυσμενές σενάριο, χωρίς τη λήψη ισχυρών μέτρων) έως -1,15 εκατομμύρια (ευνοϊκότατο). Αυτό, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, θα είναι σε αδρές γραμμές και το εύρος της αναμενόμενης μείωσης του πληθυσμού ανάμεσα στο 2024 και το 2050 εάν η μεταναστευτική ζυγαριά είναι μηδενική. Όσον αφορά τη μείωση των 0-64 ετών, με δεδομένη την αναπόφευκτη αύξηση των >65 ετών κατά περίπου 650 χιλ. ανάμεσα στο 2024 και το 2049, αυτή θα κυμανθεί από 2,15 εκατ. (δυσμενές σενάριο) έως 1,8 εκατ. (ευνοϊκότατο σενάριο), η δε μείωση των 0-19 ετών από 550 έως 400 χιλ. αντίστοιχα.

Τα μεταναστευτικά ισοζύγια, επομένως, με δεδομένο το έλλειμμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων, αναμένεται, σύμφωνα πάντοτε με τον κ. Κοτζαμάνη, να επηρεάσει σημαντικά το μέγεθος και την ηλικιακή δομή του πληθυσμού στο μέλλον. Με βάση το εκτιμώμενο δε εύρος του ελλείμματος των γεννήσεων έναντι των θανάτων η σταθεροποίηση του πληθυσμού της Ελλάδας γύρω από τα σημερινά επίπεδα (10,35 εκατ.) απαιτεί από δημογραφική σκοπιά ένα θετικότατο μεταναστευτικό ισοζύγιο το 2024-2049 (1,0 έως 1,3 εκατ. περισσότερες εισόδους από εξόδους, ένα ισοζύγιο υψηλότερο δηλαδή ακόμη και αυτού της περιόδου 1991- 2010). Αν και η μελλοντική πορεία του ισοζυγίου αυτού είναι αβέβαιη, ο κ. Κοτζαμάνης εκτιμά ότι, για πλήθος λόγων, δεν είναι δυνατό να καταγραφεί ένα τόσο υψηλό πλεόνασμα εισόδων έναντι εξόδων. Ένα «ήπιο» όμως κατ’ αυτόν, θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο της τάξης των 15- 20 χιλ./έτος (390 έως 520.000 το 2024-2049) θα συνέβαλε καθοριστικά στην επιβράδυνση της μείωσης του συνολικού πληθυσμού, αυτής των νέων (0-19 ετών) και των ατόμων εργάσιμης ηλικίας (20-64 ετών). Ο συνδυασμός επομένως πολιτικών που θα περιορίσουν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες την αύξηση των θανάτων, θα δημιουργήσουν ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών από τις νεότερες γενεές, θα επιβραδύνουν σημαντικά τη μετανάστευση νέων παραγωγικών και αναπαραγωγικών ηλικιών επιτρέποντας ταυτόχρονα την επιστροφή τμήματος αυτών που έχουν φύγει και, που, ταυτόχρονα, θα επιτρέψουν την ενσωμάτωση και μόνιμη εγκατάσταση νέων αλλοδαπών στη χώρα μας είναι μονόδρομος, εάν τεθεί σαν στόχος ο περιορισμός της μείωσης του πληθυσμού και η επιβράδυνση τη γήρανσής του (εάν δηλαδή στοχεύαμε ο πληθυσμός να μην υπολείπεται κατά πολύ τα 9,7 εκατ. το 2050 και ταυτόχρονα να περιορισθεί και η μείωση στις ηλικίες 0-19 και 20-64 ετών).

Μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρει ότι αν θελήσουμε να προσεγγίσουμε τον στόχο αυτόν «απαιτείται οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων, εκτός του ότι θα πρέπει να προνοήσουν για την έγκαιρη προσαρμογή σε κάποιες μη αναστρέψιμες, τις αμέσως επόμενες δεκαετίες εξελίξεις, να λάβουν άμεσα και τα κατάλληλα μέτρα σε βασικούς τομείς στο πλαίσιο μια συνεκτικής δημογραφικής πολιτικής. Οι στόχοι της πολιτικής αυτής οφείλουν προφανώς να είναι συμβατοί με τους στόχους πλήθους “συγγενών” πολιτικών (αναπτυξιακής, κοινωνικής, οικονομικής -βλ. αγορά εργασίας- εναρμόνισης της οικογενειακής και της εργασιακής ζωής, ισότητας των δυο φύλων κ.λπ.) και τα όποια μέτρα ληφθούν θα πρέπει να είναι διαβαθμισμένα στον χρόνο (μικρο/ μεσο/ μακροπρόθεσμα) ανάλογα με τους στόχους, να υλοποιούνται και να υπόκεινται στη δυνατότητα αξιολόγησης των αποτελεσμάτων τους».