Αναβρασμό στην αγορά προκαλούν οι πρακτικές των τραπεζών στη χορήγηση των δανείων με 80% κρατική εγγύηση, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις επιμένουν να ζητούν από τις επιχειρήσεις εγγυήσεις που θα καλύψουν και το 20% του δανείου, ώστε να καλυφθεί στο 100% ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν. Στο υπουργείο Ανάπτυξης επικρατεί έντονη νευρικότητα για το θέμα και ο Άδωνις Γεωργιάδης προειδοποίησε τις τράπεζες πως όσες διαπιστωθεί ότι δεν θα δανείζουν θα χάσουν μερίδιο της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα της Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Τις υπερβολές των τραπεζών στο θέμα των εγγυήσεων είχε αναδείξει πρόσφατα το Σin, σημειώνοντας ότι, δίπλα στην εγγύηση του κεφαλαίου κατά 80% από το Ταμείο Εγγυοδοσίας της Αναπτυξιακής Τράπεζας, θα ζητήσουν, σε πολλές περιπτώσεις και ανάλογα με τα κριτήρια αξιολόγησης που θέτει κάθε τράπεζα, εγγυήσεις μετρητών, που θα φθάνουν έως και το 40% του κεφαλαίου του δανείου.
Η ευρηματικότητα των τραπεζών στην αναζήτηση εγγυήσεων από τις επιχειρήσεις φαίνεται ότι είναι ανεξάντλητη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μικρομεσαίας επιχείρησης με καλά οικονομικά στοιχεία και μακρά τραπεζική σχέση με πιστωτικό ίδρυμα. Η τράπεζα προσέγγισε με δική της πρωτοβουλία την επιχείρηση, αναφέροντας ότι δικαιούται έως και 100.000 ευρώ, με βάση τα οικονομικά της στοιχεία, από το πρόγραμμα των εγγυημένων δανείων.
Η συνέχεια, όμως, ήταν απογοητευτική για την επιχείρηση: ενώ ζήτησε τελικά πολύ μικρότερο ποσό από την τράπεζα, 30.000 ευρώ, στο τελικό στάδιο για την έγκριση ζητήθηκε από την επιχείρηση να υπογράψουν ως εγγυητές δύο δημόσιοι υπάλληλοι, ώστε να καλυφθεί με την εγγύησή τους το 20% του δανείου, δηλαδή τα 6.000 ευρώ. Η επιχείρηση αρνήθηκε αυτή τη διευθέτηση και το δάνειο δεν χορηγήθηκε.
Ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές, όπως αναγνώρισε και ο Άδωνις Γεωργιάδες, σημειώνοντας ότι ο ίδιος έχει δεχθεί δεκάδες καταγγελίες. Φαίνεται ότι, εκτός των άλλων λόγων που έχουν οι τράπεζες για να «σηκώνουν ψηλά τον πήχη» των εγγυήσεων, ένας σημαντικός λόγος είναι η διαφαινόμενη ανεπάρκεια του προγράμματος εγγυοδοσίας μπροστά στην τεράστια ζήτηση της αγοράς για ρευστότητα.
Επίσημα στοιχεία δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστά για τον αριθμό των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί στις τράπεζες για τα δάνεια αυτά, τα οποία σε πρώτη σε φάση θα φθάσουν τα 3,5 δισ. ευρώ (άλλα 3,5 δισ. θα χορηγηθούν στον επόμενο κύκλο). Όμως, ήδη από την πρώτη ημέρα που άνοιξε η σχετική πλατφόρμα, όπως έχει δηλώσει ο Χρ. Σταϊκούρας, καταγράφηκαν αιτήσεις για δάνεια 2 δισ. ευρώ. Ήδη, τα ζητούμενα δάνεια φαίνεται ότι είναι πολλαπλάσια του ποσού που μπορεί να χορηγηθεί με τις κρατικές εγγυήσεις.
Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες, ακόμη και αν στο σύνολό τους οι επιχειρήσεις που έχουν κάνει αιτήσεις ήταν απολύτως αξιόπιστοι πελάτες, θα πρέπει να βρουν τρόπους για να «κόψουν» μεγάλο αριθμό αιτούντων, αφού δεν είναι επαρκείς οι πόροι του προγράμματος. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι, σε κάποιο βαθμό, η υπερβολική ζήτηση για τα εγγυημένα δάνεια είναι αποτέλεσμα και της πρακτικής των τραπεζών, οι οποίες χορηγούν με το σταγονόμετρο τα «κανονικά» δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και κατευθύνουν την πελατεία τους στα εγγυημένα δάνεια.
Μπροστά στο αδιέξοδο που οδηγείται η κυβέρνηση, καθώς μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων κινδυνεύουν να μην φθάσουν ποτέ στην άντληση ρευστότητας από το πρόγραμμα για τα εγγυημένα δάνεια, ο Άδωνις Γεωργιάδης επισείει την απειλή της αφαίρεσης μέρους των εγγυήσεων από όσες τράπεζες διαπιστωθεί ότι δεν χορηγούν αρκετά δάνεια.
Ο υπουργός Ανάπτυξης προειδοποίησε σήμερα τις τράπεζες ότι μόλις συμπληρωθεί ένας μήνας από τη λειτουργία του προγράμματος -και ήδη έχουν περάσει περισσότερες από 15 ημέρες- θα γίνει ανακατανομή των εγγυήσεων που παρέχει το Εγγυοδοτικό Ταμείο με βάση τα στοιχεία που θα υπάρχουν για τις εγκρίσεις. «Οι τράπεζες που πάνε με υπερβολικά κριτήρια και κόβουν υγιείς επιχειρήσεις που δικαιούνται αυτό το εργαλείο θα χάσουν λεφτά τα οποία θα δοθούν σε άλλες τράπεζες που κινούνται γρήγορα», είπε ο υπουργός Ανάπτυξης χαρακτηριστικά.
Στην πράξη, πάντως, ακόμη και αυτή η προειδοποίηση δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, ούτε και προβληματίζει τις τράπεζες. Το υπουργείο δεν είναι σε θέση να ελέγξει τα κριτήρια που εφάρμοσαν οι τράπεζες σε κάθε δάνειο, για να διαπιστώσει ποια επιχείρηση «κόπηκε» αδικαιολόγητα. Το μόνο που μπορεί να διαπιστώσει από τα στατιστικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του είναι πόσα δάνεια και ποιου ύψους χορηγεί κάθε τράπεζα.
Όταν έλθει η ώρα του ελέγχου αυτού, όλες οι τράπεζες θα φανεί ότι έχουν εγκρίνει δάνεια αντίστοιχα με το ύψος των εγγυήσεων που έχει πάρει καθεμιά από την Αναπτυξιακή Τράπεζα, άρα δεν θα υπάρχει εμφανής λόγος να γίνει κάποια ανακατανομή, ακόμη και αν μία τράπεζα έχει απορρίψει 100.000 αιτήσεις, ενώ μια άλλη μόνο 1.000....