Μετά την ατυχή κατάληξη της προσπάθειας να στηθεί ένα «παράλληλο» τραπεζικό σύστημα, μακριά από την «ομπρέλα» του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ και με κεντρικό σημείο αναφοράς την Attica Bank, η κυβέρνηση επιδιώκει τώρα να ενισχύσει το ρόλο της στη διοίκηση των δύο συστημικών τραπεζών -Εθνική και Τρ. Πειραιώς-, όπου το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας διατηρεί το ρόλο του βασικού μετόχου και μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση σκοπεύει να συζητήσει με τους δανειστές μια μεγάλη αλλαγή στο νόμο για το ΤΧΣ:
- Εξαρχής οι δανειστές ήθελαν να περιορισθεί το ΤΧΣ σε ρόλο επόπτη-επιτηρητή των τραπεζικών διοικήσεων και όχι να έχει κεντρικό ρόλο στη διοίκηση των τραπεζικών ιδρυμάτων. Με αυτό το σκεπτικό, ορίσθηκε στο νόμο ότι το ΤΧΣ έχει μόνο ένα εκπρόσωπο στις τραπεζικές διοικήσεις, ανεξάρτητα από το ποσοστό που διατηρεί στο μετοχικό κεφάλαιο.
- Στην κυβέρνηση ωριμάζει, όμως, η ιδέα να αλλάξει αυτή η βασική διάταξη, με στόχο να αυξηθεί η εκπροσώπηση του ΤΧΣ στα διοικητικά συμβούλια, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο κάθε τράπεζας. Με μια αλλαγή προς την κατεύθυνση αυτή, οι εκπροσώπηση του ΤΧΣ θα αυξηθεί σημαντικά στα διοικητικά συμβούλια της Εθνικής και της Τράπεζας Πειραιώς και η κυβέρνηση θα επεκτείνει σημαντικά την έμμεση επιρροή της στην καθημερινή λειτουργία των δύο τραπεζών.
Αυτές τις σκέψεις είχε κατά νου ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και αρμόδιος για τα τραπεζικά θέματα, Γιάννης Δραγασάκης, όταν δήλωνε σε πρόσφατη ομιλία του: «Έχει διαμορφωθεί ένα πολύ ιδιόμορφο σύστημα όπου ο καθένας μπορεί να έχει ρόλο στις τράπεζες εκτός από την κυβέρνηση. Η εποπτική αρχή, ένας μικρομέτοχος κλπ. Η κυβέρνηση εκπροσωπείται από το ΤΧΣ με έναν εκπρόσωπο. Ελπίζω το σύστημα να αξιολογηθεί ξανά γιατί μπορεί να υπάρξουν κίνδυνοι. Και να δούμε αν προάγεται η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος».
Πάντως, τέτοιες ιδέες για ενίσχυση της κυβερνητικής επιρροής, έστω έμμεσα, στις μεγάλες τράπεζες δεν αναμένεται να τύχουν καλής υποδοχής από τους εκπροσώπους των θεσμών, οι οποίοι, σύμφωνα με πληροφορίες, παρακολουθούν με αρκετή ανησυχία τις τελευταίες εξελίξεις στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εκτιμώντας ότι η κυβέρνηση κάνει προσπάθεια να ενισχύσει την επιρροή της πέρα από τα κοινά αποδεκτά όρια.
Καχυποψία δανειστών
Η διαδικασία επιλογής διευθύνοντος συμβούλου στο ΤΧΣ, όπως φοβούνται στις Βρυξέλλες, εξελίσσεται με τρόπο που δεν διασφαλίζει ότι θα αναλάβει τη θέση ένα πρόσωπο υψηλού κύρους και εγνωσμένης εμπειρίας, το οποίο θα έχει μειωμένες αντιστάσεις σε κυβερνητικές παρεμβάσεις και «καθοδήγηση».
Ο γνωστός τραπεζίτης της Credit Suisse, καθηγητής Βασίλης Κατσικιώτης, που είχε εγκριθεί και από το Euro Working Group, δεν αποδέχθηκε τελικά το διορισμό του, επειδή με υπουργική απόφαση η θητεία του μειώθηκε δραστικά (θα λήξει στα τέλη Ιουνίου 2017), ενώ και οι αποδοχές που προβλέπονται θεωρούνται από την αγορά χαμηλές για την προσέλκυση ενός τραπεζικού στελέχους με... γαλόνια στο διεθνή χώρο.
Όσα επισήμανε ο κ. Κατσικιώτης στην επιστολή του προς το ΤΧΣ, με την οποία αρνήθηκε το διορισμό του, αποτελούν σοβαρά εμπόδια για την πρόσληψη ενός σοβαρού στελέχους: η θητεία είναι πολύ μικρή για να δικαιολογήσει την εγκατάλειψη άλλης θέσης, χαμηλές είναι και οι αποδοχές, ενώ τα κριτήρια αξιολόγησης της επιτυχίας του διευθύνοντος συμβούλου είναι μάλλον «θολά» και υπόκεινται σε πολλές πολιτικές ερμηνείες, που δικαιολογημένα δημιουργούν ανασφάλεια σε όποιον αναλάβει τη θέση. Το χειρότερο, ίσως, είναι ότι ο διευθύνων σύμβουλος δεν κατοχυρώνεται με μια σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αλλά προσλαμβάνεται ή παύεται με υπουργικές αποφάσεις.
Οι δανειστές παρακολουθούν στενά τις διαδικασίες, που θα πρέπει να ολοκληρωθούν πολύ σύντομα, για να διαγνώσουν αν όσα συνέβησαν με τον κ. Κατσικιώτη εντάσσονται στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να επιλεγεί ένα στέλεχος μικρού βεληνεκούς για τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου, το οποίο θα «τρέχει» το ΤΧΣ σύμφωνα με τις επιθυμίες της κυβέρνησης.
Άλλωστε, και στο αναθεωρημένο (τον Ιούνιο) μνημόνιο το πρώτο που τονίζεται στο κεφάλαιο με τίτλο «Διακυβέρνηση του ΤΧΣ» είναι ότι «η ανεξαρτησία του ΤΧΣ θα γίνεται απολύτως σεβαστή, η διακυβέρνησή του θα ενισχυθεί και θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικούς όρους και χωρίς οιαδήποτε πολιτική ή άλλη παρέμβαση».