Οικονομία

Η Κομισιόν ενέκρινε 1,4 δις για ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ σε μη διασυνδεδεμένα ελληνικά νησιά


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε σχέδιο ύψους 1,4 δισ. ευρώ για την ανάπτυξη ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε μη διασυνδεδεμένα νησιά στην Ελλάδα, βάσει των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.

Ειδικότερα, το σχέδιο υποστηρίζει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τους λεγόμενους υβριδικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας, οι οποίοι παράγουν και αποθηκεύουν ηλεκτρική ενέργεια με βάση την ηλιακή και την αιολική ενέργεια. Περίπου το 80% της ηλεκτρικής ενέργειας στα ελληνικά νησιά παράγεται σήμερα με ντίζελ και πετρέλαιο. Λόγω των κορεσμένων δικτύων, η προσθήκη εγκαταστάσεων αποθήκευσης σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι απαραίτητη για να αυξηθεί το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας σε αυτά τα νησιά. Τα 47 εμπλεκόμενα νησιά, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης, θα καλύπτονται από το καθεστώς μέχρι την τελική σύνδεσή τους με την ηπειρωτική Ελλάδα.

Συνολικά, μέσω αυτού του μέτρου η Ελλάδα στοχεύει να στηρίξει 264 MW νέας δυναμικότητας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μέχρι το τέλος του 2026. Η Επιτροπή αξιολόγησε το μέτρο βάσει των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις, ιδίως των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και της ενέργειας («EEAG»). Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ενίσχυση είναι αναλογική και περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο. Στην πλειονότητα των νησιών, οι δικαιούχοι της ενίσχυσης θα επιλεγούν βάσει διαγωνιστικής διαδικασίας. Στο νησί της Κρήτης υπάρχει επιτακτική ανάγκη να προστεθεί περισσότερη δυναμικότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, λόγω του κινδύνου έλλειψης εφοδιασμού. 

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο θα συμβάλει στην επέκταση της ηλιακής φωτοβολταϊκής και της χερσαίας αιολικής ενέργειας στα ελληνικά νησιά, καθώς και στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με την αντικατάσταση των εγκαταστάσεων πετρελαίου και ντίζελ, σύμφωνα με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, χωρίς να στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός.