Ένα διαστημικό τηλεσκόπιο που εκτοξεύτηκε το 1983 και ένας αμερικανικός πειραματικός δορυφόρος του 1967, και τα δύο εκτός λειτουργίας, πέρασαν ξυστά ο ένας δίπλα από τον άλλο σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων, ενώ βρίσκονταν πάνω από τις ΗΠΑ.
Οι ειδικοί εκτιμούσαν ότι υπήρχε μία στις 100 πιθανότητες να συγκρουστούν.
Κάθε δορυφόρος ίπτατο σε αντίθετη τροχιά και υπήρχε ο κίνδυνος να συγκρουστούν μετωπικά, με μια σχετική ταχύτητα σχεδόν 15 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο.
Οι δύο δορυφόροι ήρθαν σε «στενή επαφή» σε απόσταση 900 χλμ πάνω από την πόλη του Πίτσμπουργκ, σύμφωνα με την εταιρεία LeoLabs.
Αυτού του είδους οι συγκρούσεις μεταξύ δορυφόρων, τους οποίους δεν ελέγχουν πλέον άνθρωποι, είναι σπάνιες και επικίνδυνες, καθώς δημιουργούν χιλιάδες θραύσματα που ενέχουν τον κίνδυνο να καταστρέψουν ή να προκαλέσουν ζημιές σε ενεργούς δορυφόρους. Το 2009, όταν ο τηλεπικοινωνιακός δορυφόρος Iridium 33 και ο ρωσικός στρατιωτικός δορυφόρος Cosmos 2251 συγκρούστηκαν, χίλια θραύσματα μεγέθους άνω των 10 εκατοστών εκσφενδονίστηκαν, μολύνοντας τις τροχιές.
Το διαστημικό τηλεσκόπιο IRAS ήταν ένα κοινό σχέδιο της Nasa, της Βρετανίας και της Ολλανδίας και είχε ζωή 10 μηνών. Ζυγίζει έναν τόνο, σύμφωνα με μια βάση δεδομένων της ευρωπαϊκής διαστημικής υπηρεσίας ESA.
Ο αμερικανικός πειραματικός δορυφόρος GGSE-4 είναι βάρους 85 κιλών, έχει, όμως, ασυνήθιστο σχήμα: είναι πολύ λεπτός (60 εκατοστά) κι έχει μήκος 18 μέτρων. Ίπτατο καθέτως.
Η πιθανότητα μιας σύγκρουσης υπολογίστηκε σε 1 στα 100, με μια πιθανή απόσταση 12 μέτρων μεταξύ των δύο δορυφόρων, αν και η GeoLab είχε πει ότι το ενδεχόμενο πρόσκρουσης ήταν «λίγο πιθανό».
Όμως, υπήρχε αβεβαιότητα σχετικά με την ακριβή πορεία των δορυφόρων.
Εάν υπήρχε πρόσκρουση, θα μπορούσε να δημιουργήσει χίλια θραύσματα μεγαλύτερα των 10 εκατοστών, είχε πει στο Γαλλικό Πρακτορειο, ο Νταν Άλτροτζ, της Analytical Graphics και περισσότερα από 12.000 θραύσματα άνω του 1 εκατοστού.