Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που η Τουρκία κατάφερε να παραμείνει ουδέτερη, η νικηφόρα Σοβιετική Ένωση αναβίωσε τη μακροχρόνια φιλοδοξία της αυτοκρατορικής Ρωσίας για τον έλεγχο των Στενών. Ο Ιωσήφ Στάλιν απαίτησε κοινό σοβιετο-τουρκικό έλεγχο της διέλευσης και το δικαίωμα να εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις στην Τουρκία.
Η Άγκυρα αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα ο Στάλιν να πιέσει για μία κομμουνιστική επανάσταση στην Τουρκία. Σε απάντηση, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν προσέφερε βοήθεια στην Άγκυρα σύμφωνα με τους όρους του δόγματος Τρούμαν, και το 1952 η Τουρκία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, η κεμαλική Τουρκία έγινε ένα προπύργιο του αντι-κομμουνισμού και ένας από τους πυλώνες της Δυτικής συμμαχίας. Η Σοβιετική Ένωση ποτέ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές της για να αποδυναμώσει την Τουρκία. Μεταξύ των εργαλείων της για κάτι τέτοιο, ήταν η υποστήριξη στην εξέγερση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), κατά της Άγκυρας στη δεκαετία του 1980.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Τουρκία προσπάθησε να αξιοποιήσει ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς, ώστε να αντικαταστήσει την Ρωσία ως ο προστάτης, των σε μεγάλο βαθμό μουσουλμανικών, τουρκόφωνων δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας. Η Άγκυρα και η Μόσχα υποστήριξαν επίσης αντίθετες πλευρές στη σύγκρουση μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η οποία είχε παγώσει από την κατάπαυση του πυρός το 1994. Μία μεγαλύτερη πρόκληση ήταν ο πόλεμος στην Τσετσενία, όπου η Ρωσία κατηγόρησε την Τουρκία για την υποστήριξη αυτονομιστών ανταρτών.