Η Ελλάδα δεν διανύει αυτό το διάστημα μόνο μια μεγάλη οικονομική και δημοσιονομική κρίση αλλά είναι πλέον αντιμέτωπη και με το προσφυγικό. Ευρωπαίοι πολιτικοί όπως ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί θεωρούν κατανοητό το αίτημα να γίνουν παραχωρήσεις στη χωρά ώστε είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις αυξημένες προκλήσεις. Συγκεκριμένα προτείνουν ευελιξία αναφορικά με την εφαρμογή των όρων του δανειακού προγράμματος.
Καμία παρέκκλιση από τα συμφωνηθέντα
Με αυτή την προσέγγιση διαφωνεί ο Μάρσελ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), του μεγαλύτερου ερευνητικού φορέα στον τομέα των Οικονομικών στη Γερμανία. Όπως τονίζει στη Deutsche Welle, είναι σωστό να βοηθηθεί η Ελλάδα οικονομικά, όπως αυτό έχει άλλωστε αποφασισθεί με την ΕΕ, προκειμένου να μπορεί να σηκώσει το πρόσθετο βάρος που δημιούργησε η προσφυγική κρίση. Αλλά όπως τονίζει «είναι πολύ σημαντικό να μην αλλάξει τίποτα σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις. Η χώρα πρέπει να μεταρρυθμίσει τους θεσμούς της. Η προσφυγική κρίση δείχνει πόσο ξεπερνά τις δυνατότητες της Ελλάδας η αντιμετώπισή της και αυτό κυρίως λόγω της ελλιπούς λειτουργίας των θεσμών και της κακής οργάνωσης. Για αυτό λοιπόν η προσφυγική κρίση θα πρέπει να οδηγήσει σε εντατικοποίηση του ρυθμού των μεταρρυθμίσεων ακόμη περισσότερο.»
Οι μεταρρυθμίσεις είναι ο ένας πυλώνας του μνημονίου, ο άλλος είναι το δημοσιονομικό. Αυτές τις ημέρες οι εκπρόσωποι του κουαρτέτου των δανειστών διαπραγματεύονται στην Αθήνα με την ελληνική κυβέρνηση τον υπολογισμό του δημοσιονομικού κενού, από το οποίο θα εξαρτηθούν και τα επιπρόσθετα μέτρα περικοπών που θα πρέπει να λάβει η Αθήνα.
Στο στόχαστρο του κουαρτέτου βρίσκονται οι ήδη χαμηλές συντάξεις. Ο κ. Φράτσερ στηρίζει τη στάση αυτή: «Στόχος του τρίτου πακέτου βοήθειας των 86 δις ευρώ είναι το κράτος να αποκτήσει την ικανότητα να μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του με τα έσοδα που έχει, να μην ζει δηλαδή η Ελλάδα πέραν των δυνατοτήτων της. Το μερίδιο των συντάξεων στην οικονομική επίδοση της χώρας είναι σχεδόν διπλάσιο απ' ό,τι στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης. Η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει αναπροσαρμογές: είτε να μειώσει τις συντάξεις είτε να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης.»
Ανάκτηση της εμπιστοσύνης
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος διαφώνησε με τις περικοπές στις συντάξεις επιχειρηματολογώντας με οικονομικούς όρους. Αντί της αναμενόμενης ύφεσης της τάξης του 2% το περασμένο καλοκαίρι, η υποχώρηση του ΑΕΠ έφτασε μόλις το 0,2%, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν τα φορολογικά έσοδα. Ο κ. Φράτσερ διαφωνεί με τον κ. Τσακαλώτο.
«Πιο σκόπιμη για την Ελλάδα θα ήταν μια πολιτική που θα δημιουργούσε εμπιστοσύνη ως προς την ικανότητα δράσης της κυβέρνησης και της οικονομίας. Στην περίπτωση που τα φορολογικά έσοδα είναι υψηλότερα απ΄ ό,τι αναμένονταν τότε δεν θα πρέπει να ξοδευθούν απερίσκεπτα αλλά στοχευμένα - για επενδύσεις σε υποδομές, στην παιδεία ή ακόμη και για τη μείωση του χρέους. Για αυτό το λόγο δεν συμφωνώ με τον έλληνα υπουργό Οικονομικών.
Η κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι τέτοια ώστε να ξοδευθούν τα επιπλέον έσοδα για κάτι άλλο. Η κατάσταση εξακολουθεί να είναι απελπιστική και πολύ δύσκολη. Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Και αν τώρα, κατ΄ εξαίρεση, τα πράγματα πάνε κάπως καλύτερα, ή μάλλον, όχι και τόσο άσχημα όσο αναμένονταν, τότε δεν χρειάζεται να ξεσπά κανείς σε ζητωκραυγές και να μοιράζει τα χρήματα στον κόσμο, αλλά να καταβάλει προσπάθειες με στόχο να οικοδομήσει ακόμη περισσότερη εμπιστοσύνη.»
Αναφορικά με το ύψος του κρατικού χρέους που ανέρχεται στο 190% σε σχέση το ΑΕΠ της Ελλάδας ο κ. Φράτσερ δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι «αδιαμφισβήτητα δεν είναι βιώσιμο». Για αυτό το λόγο «θα πρέπει να υπάρξει είτε αναδιάρθρωση του χρέους είτε κούρεμά του.
Τελικά θα είναι μια διαγραφή χρέους, η οποία θα κοστίσει στον γερμανικό φορολογούμενο χρήματα. Το ζητούμενο είναι με ποιους όρους θα γίνει το κούρεμα. Οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να συνδεθεί το κούρεμα με ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση πως θα πρέπει συνεχίσει τις προσπάθειες για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να ολοκληρώσει η Ελλάδα με επιτυχία το τρίτο πακέτο βοήθειας.»
Σχετικά, τέλος, με το θέμα της παραμονής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο κουαρτέτο ο πρόεδρος του DIW επιμένει ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνει: «Είναι ο μόνος από τους τέσσερεις θεσμούς που έχει την εμπειρία δεκαετιών σε τέτοιου είδους προγράμματα. Εκτός από την τεχνογνωσία που διαθέτει είναι και ανεξάρτητος επειδή δεν εμπλέκεται και τόσο στις ευρωπαϊκές διαδικασίες. Είναι σημαντικό να παραμείνει το ΔΝΤ.»