Διεθνή

DW: Η πτώση της Credit Suisse και οι επιπτώσεις της


Θα μπορούσε η Credit Suisse, η μεγάλη ελβετική τράπεζα που παραπαίει εδώ και μήνες, να προκαλέσει μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση; Μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, οι ανησυχίες των επενδυτών και των παραγόντων του χρηματιστηρίου έχουν ενταθεί. Η Credit Suisse είναι ένα από τα 30 ιδρύματα παγκοσμίως μεγάλης συστημικής σημασίας, που είναι πολύ μεγάλα για να αποτύχουν. Συνεπώς, η κατάρρευση μιας τέτοιας τράπεζας θα είχε αντίστοιχες συνέπειες και για άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να απορροφήσουν την ανοδική πορεία των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως. Είναι συνεπώς κρίσιμο το πώς έχουν προετοιμαστεί για μεταβολές επιτοκίων, δηλαδή αν έχουν δημιουργήσει επαρκή αποθέματα ιδίων κεφαλαίων, στα οποία μπορούν τώρα να στηριχθούν.

Οι επενδυτές ανέμεναν με ανυπομονησία την απόφαση της E.K.T. για τα επιτόκια σήμερα το απόγευμα. Θα αυξήσει όντως τo βασικό επιτόκιο κατά 50 μονάδες βάσης, όπως έχει πράγματι προγραμματιστεί, ή θα τολμήσει μόνο ένα μικρό βήμα λόγω των συνθηκών; Από την άλλη πλευρά, μια απόκλιση από την προηγούμενη γραμμή της θα μπορούσε να ερμηνευθεί από τις αγορές ως ένδειξη ανησυχίας για τη σταθερότητα των τραπεζών, φοβούνται ειδικοί όπως ο Κλέμενς Φούεστ, επικεφαλής του ινστιτούτου Ifo του Μονάχου. Η ανησυχία αυτή είναι πλέον αβάσιμη, καθώς οι νομισματικοί φύλακες τήρησαν την ανακοίνωσή τους και αύξησαν τα βασικά επιτόκια κατά 50 επιπλέον μονάδες βάσης.

Η Credit Suisse «δεν έκανε τα μαθήματα της»

«Τα καλά νέα είναι ότι η Credit Suisse έχει συρρικνωθεί πλέον», δήλωσε ο Χανς Πέτερ Μπούργκχοφ, πρόεδρος του Τμήματος Τραπεζικών Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών στο Πανεπιστήμιο του Χόενχαϊμ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το σύνολο του ισολογισμού της έχει συρρικνωθεί σε 500 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή στα 2/5 του προηγούμενου μεγέθους, το οποίο είναι και το μέσο μέγεθος των άλλων μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Η Credit Suisse έχει εμπλακεί σε διάφορα μεγάλα σκάνδαλα τα τελευταία χρόνια, όπως η πτώχευση του hedge fund Archegos και η πτώχευση του χρηματοδότη Greensill Capital, με τον οποίο είχε συνεργαστεί. Ως αποτέλεσμα, οι επενδυτές είχαν ήδη αποσύρει 123 δισεκατομμύρια φράγκα πέρυσι, και η τράπεζα είχε αρχικά αντιμετωπίσει το γεγονός αυτό με αύξηση κεφαλαίου.

Η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας είχε επίσης συμμετάσχει, αλλά δεν μπορούσε να πληρώσει περισσότερα για κανονιστικούς λόγους, προκαλώντας περαιτέρω αβεβαιότητα και μια πτώση της τιμής της μετοχής της Credit Suisse κατά 30%. Τουλάχιστον η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα κατάφερε να ηρεμήσει προς το παρόν τις αγορές με το πακέτο διάσωσης των 50 δισεκατομμυρίων φράγκων που ανακοίνωσε το βράδυ της Τετάρτης.

Το ιδιαίτερο με την τράπεζα είναι ότι, σε αντίθεση με πολλά άλλα ιδρύματα, άργησε πολύ να αναδιαρθρωθεί, λέει ο Μπούργκχοφ: «Άλλα ιδρύματα, όπως η Deutsche Bank ή η Commerzbank, έκαναν τα μαθήματά τους νωρίτερα» και τώρα είναι λιγότερο ευάλωτα, με τη συνδρομή και των εποπτικών αρχών. Ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ διαβεβαίωσε πως στο γερμανικό πιστωτικό σύστημα υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει σταθερότητα.

Η εμπιστοσύνη των επενδυτών είναι ζωτικής σημασίας

Ο τραπεζικός εμπειρογνώμονας Κρίστοφ Σάλαστ είναι επίσης πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει κίνδυνος χρηματοπιστωτικής ή τραπεζικής κρίσης στη Γερμανία. Αναφέρεται επίσης στην «μακρόχρονη αναδιάρθρωση» της Credit Suisse. Η Silicon Valley Bank, η οποία είχε προκαλέσει αναταραχή στην αρχή της εβδομάδας, ήταν μια ειδική περίπτωση.

Η τράπεζα είχε περιέλθει σε αφερεγγυότητα επειδή είχε δυσκολίες με την αλλαγή των επιτοκίων: είχε επενδύσει μεγάλο μέρος των καταθέσεων των πελατών της σε ασφαλή μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα. Όταν οι επενδυτές απέσυραν κεφάλαια σε μεγάλα ποσά, έπρεπε να πουλήσει ομόλογα, τα οποία όμως είχαν χάσει την αξία τους λόγω της αύξησης των επιτοκίων.

Οι εμπειρογνώμονες πιστεύουν ότι οι εξελίξεις εξαρτώνται από το εάν οι επενδυτές θα ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους στη μελλοντική βιωσιμότητα της ελβετικής τράπεζας. Η τιμή της μετοχής της ανέκαμψε την Πέμπτη, όμως το κατά πόσο αυτό είναι βιώσιμο, δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη. Υπάρχει πάντα πρόβλημα όταν οι επενδυτές χάνουν την εμπιστοσύνη τους σε μια τράπεζα, λέει ο Σάλαστ. «Η Γερμανία, από την άλλη πλευρά, είναι καλά θωρακισμένη από τους τρεις πυλώνες, οι οποίοι φαίνονται παλιομοδίτικοι σε πολλούς. Για τον σκοπό αυτό, τα μεγάλα μας ιδρύματα συρρικνώθηκαν μετά την κρίση του 2008 και εποπτεύονται στενά από την Ε.Κ.Τ. και την Αρχή Τραπεζικής Εποπτείας (Bafin) και την Bundesbank». 

Διαβαστε επισης