Σε συνέντευξή του προς τη γερμανική ραδιοφωνία (DLF) ο διακεκριμένος αυστριακός συγγραφέας Ρόμπερτ Μενάσε εξέφρασε την αγανάκτησή του για την πολιτική που ακολουθεί η χώρα του στο προσφυγικό ζήτημα. «Αυτό που κάνει η αυστριακή κυβέρνηση είναι εσωτερική πολιτική. Τρέμει το 30% εκείνων που είναι διατεθειμένο να ψηφίσει το ακροδεξιό κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ). Η κυβέρνηση πιστεύει ότι εάν υιοθετήσει την πολιτική αυτού του κόμματος, θα μπορέσει να πάρει πίσω τους ψηφοφόρους. Παραμελεί όμως το υπόλοιπο 70%. Πρόκειται για μια απίστευτα ανόητη πολιτική γιατί στην ιστορία της δημοκρατίας δεν υπάρχει άλλο παράδειγμα που να συγκεντρώνεται κανείς στο 30% των ψηφοφόρων και να παραμερίζει και να απογοητεύει πολιτικά, ηθικά, διανοητικά σε κάθε επίπεδο το 70%».
Η Αυστρία συνυπεύθυνη για την αποτυχία της ευρωπαϊκής πολιτικής
Ο Ρόμπερτ Μενάσε που έχει ασχοληθεί διεξοδικά με την ΕΕ στο πλαίσιο του συγγραφικού του έργου, τόνισε ότι η Αυστρία ποτέ δεν επιδίωξε ουσιαστικά μια κοινή ευρωπαϊκή λύση. «Τον περασμένο Μάρτιο η αυστριακή υπουργός Εσωτερικών βρέθηκε σε μια Σύνοδο Κορυφής Υπουργών στις Βρυξέλλες και εκεί μαζί με τους ομολόγους της από την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Τσεχία και την Σλοβακία και άσκησε βέτο ενάντια σε μια κοινή προσφυγική πολιτική και πολιτική μετανάστευσης. Τότε επέστρεψε στην Αυστρία και ανακοίνωσε στην τηλεόραση δεν θα αφήσουμε τις Βρυξέλλες να μας υπαγορεύσουν πόσους πρόσφυγες θα δεχθούμε. Αυτό ήταν καθαρός λαϊκισμός. Και το ότι ο καγκελάριος υιοθετούσε τότε έστω στο ελάχιστο μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική, λέγοντας ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα και κυρίως δεν μπορούμε μέσα σε μια εβδομάδα να σηκώσουμε φράχτες, δημιούργησε την εντύπωση ότι η Αυστρία συμφωνούσε με την πολιτική της Γερμανίας. Το συμπέρασμα όμως είναι ότι η Αυστρία είναι εξ αρχής συνυπεύθυνη για την αποτυχία της ευρωπαϊκής πολιτικής όσον αφορά αυτό το ζήτημα».
Η αδικία του Δουβλίνου ΙΙ
Τέλος ο συγγραφέας μίλησε για τις αδικίες που εμπεριέχει ο κανομισμός του Δουβλίνου ΙΙ, αλλά και για τις αξίες που πρεσβεύει στην θεωρία η ΕΕ, χωρίς όμως να τις τηρεί και στην πράξη. «Είναι αδύνατον όλες οι χώρες που δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο να λένε ότι οι πρόσφυγες θα πρέπει να μένουν και να καταγράφονται στη χώρα μέλος της ΕΕ, στην οποία φτάνουν αρχικά. Αυτό είναι τεράστια αδικία. Επιπλέον θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μοιράζονται κατά το δοκούν. Εάν θέλουμε να έχουμε μια Ευρώπη δομημένη πάνω στα θεμέλια του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τότε δεν μπορούμε να πούμε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν για τόσους και για έναν παραπάνω δεν ισχύουν. Επίσης δεν μπορούμε να πούμε ότι εάν έχεις το σωστό διαβατήριο, τότε ισχύουν για σένα τα ανθρώπινα δικαιώματα και αν έχεις το λάθος διαβατήριο, τότε όχι».