Με μια «ηχηρή» παρέμβαση, την ώρα που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους για την οικονομική πολιτική του 2020, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επανέφερε στη συζήτηση τις προτάσεις του για «ψαλίδισμα» του αφορολόγητου ορίου και των συντάξεων και έθεσε σε αμφισβήτηση την πολιτική φοροελαφρύνσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Η επιρροή του Ταμείου στη διαμόρφωση της ατζέντας της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα είναι μειωμένη και θα μειωθεί ακόμη περισσότερο το προσεχές διάστημα, όταν θα αποπληρωθούν πρόωρα αρκετά από τα ακριβά δάνεια του ΔΝΤ. Από τη στιγμή, μάλιστα, που δεν γίνεται συζήτηση για το ελληνικό χρέος, τη βιωσιμότητα και την πιθανή ελάφρυνσή του (αυτή η συζήτηση έληξε με τις αποφάσεις του Ιουνίου 2018 από το Eurogroup), η δυνατότητα του ΔΝΤ να πιέσει τους Ευρωπαίους για να... πιέσουν την Αθήνα έχει σχεδόν εξαφανισθεί.
Έτσι, πρακτικά δεν αλλάζει κάτι στην κατεύθυνση που έχει πάρει η οικονομική πολιτική, αφού και η κυβέρνηση έχει αποκλείσει να επανεξετάσει την κατάργηση της μείωσης του αφορολόγητου ορίου και των συντάξεων.
Όμως, οι προτάσεις του Ταμείου έχουν αξία σε δύο επίπεδα:
- Αφενός, δημιουργούν ένα ενοχλητικό «θόρυβο» στο μεταρρυθμιστικό αφήγημα που θέλει να προβάλει η κυβέρνηση στη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα και στις αγορές, για να προσελκύσει επενδύσεις. Αίφνης, η αξία των φοροελαφρύνσεων και της επιτάχυνσης ιδιωτικοποιήσεων και μεγάλων επενδύσεων, που έχει κάνει «σημαία» η κυβέρνηση, σχετικοποιείται και γίνονται ορατά σοβαρά κενά (πάντα με βάση την ορθόδοξη οικονομική αντίληψη που εκπροσωπεί το Ταμείο), ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση νέου μείγματος οικονομικής πολιτικής.
- Η διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους για τα μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης και το εκτιμώμενο δημοσιονομικό κενό του 2020 είναι ανοικτή, χωρίς η κυβέρνηση να έχει παρουσιάσει ως τώρα στους Ευρωπαίους πειστικά μέτρα αντιστάθμισης των εκτιμώμενων απωλειών από τις φοροελαφρύνσεις. Αν αυτή η «δυστοκία» παραταθεί, δεν θα πρέπει να αποκλείεται εντελώς το ενδεχόμενο να επαναφέρουν οι Ευρωπαίοι τις ιδέες του Ταμείου για αφορολόγητο και συντάξεις, ώστε να καλυφθούν με αξιόπιστο τρόπο πιθανά δημοσιονομικά κενά.
Τι προτείνει (ξανά) το ΔΝΤ
Η κεντρική ιδέα των συστάσεων του ΔΝΤ, όπως διατυπώθηκαν μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης βάσει του άρθρου IV του καταστατικού του δεν διαφέρει καθόλου από όσο πρεσβεύει σταθερά το Ταμείο και ο Πόουλ Τόμσεν, επικεφαλής του ευρωπαϊκού τομέα: στην Ελλάδα πρέπει να φορολογηθούν περισσότεροι, μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου, και να μειωθεί η δαπάνη για συντάξεις, ώστε να εξοικονομηθούν πόροι που θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις και σε κοινωνική πολιτική για τους ασθενέστερους.
Μάλιστα, το ΔΝΤ εκφράζεται με αρκετά επιθετικό τρόπο κατά της κατάργησης ψηφισμένων μεταρρυθμίσεων, στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με τη συναίνεση τότε της Νέας Δημοκρατίας. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά:
- Οι προοπτικές (σ.σ.: της οικονομίας) μετριάστηκαν περαιτέρω από την ευρεία υποχώρηση πολιτικών μετά την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018, με μεταρρυθμίσεις που προβλέπονταν από το πρόγραμμα να καθυστερούν (π.χ. δημοσιονομικές-διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις), να ακυρώνονται (π.χ. τα προνομοθετημένα μεταρρυθμιστικά πακέτα για τις συντάξεις και τη φορολογία εισοδήματος) ή να ανατρέπονται (π.χ. βασικά στοιχεία των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που εισήχθησαν κατά την περίοδο 2011-2013 και προσπάθειες διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και ενίσχυσης της νοοτροπίας πληρωμών).
Προχωρώντας στις συστάσεις τους, οι τεχνοκράτες του Ταμείου επαναλαμβάνουν ότι «το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να επανασταθμιστεί για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης».
Και προσθέτουν, ασκώντας κριτική στα σχέδια για ελαφρύνσεις φόρων: «Σχέδια για την μείωση των άμεσων φόρων και για την ενίσχυση της φορολογικής συνέπειας είναι ευπρόσδεκτα αλλά περισσότερα θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης», δηλαδή με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Όπως εξηγούν,
- Η Ελλάδα παραμένει κοντά στον πυθμένα της ΕΕ αναφορικά με το ποσοστό των εργαζόμενων που πληρώνουν φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και έχει ένα από τα υψηλότερα κενά συμμόρφωσης αναφορικά με τον ΦΠΑ.
- Σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, πολύ μεγάλο ποσοστό της δημόσιας δαπάνης κατευθύνεται σε συντάξεις και μισθολογικές δαπάνες του δημοσίου και πολύ μικρό ποσοστό σε άλλες κοινωνικές δαπάνες. Για την αντιμετώπιση καίριων αναγκών, η Ελλάδα θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την κοινωνική δαπάνη (π.χ. για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που παρέχεται με βάση εισοδηματικά κριτήρια και τη δημόσια υγεία) και τις επενδύσεις.
- Για την ελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου, οι συνταξιοδοτικές παροχές των τωρινών συνταξιούχων θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού (και η πρόσφατη αποκατάσταση των δώρων που χορηγούνταν πριν από την κρίση θα πρέπει να ανατραπεί).