Πολιτική

ΔΝΤ: Λάθη, συμφέροντα και παραλείψεις «θυσίασαν» την Ελλάδα


Σκληρή κριτική για τα λάθη του ΔΝΤ στο πρώτο χρηματοδοτικό πρόγραμμα της Ελλάδας, καθώς και αναγνώριση της «μοναδικότητας του ελληνικού προβλήματος», περιλαμβάνει η Έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης του Ταμείου (Independent Evaluation Office- ΙΕΟ), η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά για τις μέρες εκείνες, γίνεται λόγος για λάθη και "παρανομίες", ενώ τονίζεται επίσης το γεγονός ότι θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν άλλες διαδικασίες για την στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Στο "κάδρο" μπαίνει για μια ακόμη φορά ο τότε γενικός διευθυντής, Ντομινίκ Στρος Καν όσοι και στελέχη της εποχής που παρακολουθούσαν το πρόγραμμα, κριτική υπάρχει και για τους Ευρωπαϊους εταίρους καθώς επικράτησε η άποψη τους. Έτσι. ουσιαστικά γίνεται λόγος για πολιτικές πιέσεις κάτω από τις οποίες το ΔΝΤ συμμετείχε σε μια γενναία χρηματοδότηση, παραμερίζοντας τους κανονισμούς του καταστατικού του, με αποτελέσμα να μην πραγματοποιηθεί αναδιάρθρωση χρέους.

Παρά το γεγονός ότι αρχικά το λάθος επικεντρώθηκε στους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, εντούτοις η νέα ανάλυση των εμπειρογνωμόνων καταγράφει τουλάχιστον τέσσερα σοβαρά λάθη που «τίναξαν στον αέρα» το ελληνικό δημοσιονομικό πρόγραμμα και «άνοιξαν» τον φαύλο κύκλο μεταρρυθμίσεων και ύφεσης.

Ο βασικότερος λόγος για την βαθύτερη ύφεση της ελληνικής οικονομίας ήταν το γεγονός ότι το πρόγραμμα βασίστηκε υπερβολικά στις επιπτώσεις βελτίωσης της εμπιστοσύνης, στην αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές και τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του προγράμματος και την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών αλλαγών.

Όμως η εμπιστοσύνη επηρεάστηκε από τις κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές και τις εικασίες και τις δηλώσεις περί Grexit ενώ σημαντικό παράγοντα αποτέλεσε και η έλλειψη «ιδιοκτησίας» του προγράμματος.

Ως εκ τούτου, οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώθηκαν κατακόρυφα και το πρόγραμμα εκτροχιάστηκε. «Ακόμα όμως και εάν οι διαρθρωτικές αλλαγές είχαν ολοκληρωθεί, μια άμεση αντίδραση θα ήταν απίθανη» αναφέρει η έκθεση.

Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με τους πολύ χαμηλούς δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, υποδηλώνοντας μια δημοσιονομική προσαρμογή λιγότερο κοστοβόρα σε σχέση με αυτή που αποδείχθηκε. Το αρχικό πρόγραμμα λάμβανε υπόψη έναν πολλαπλασιαστή μόλις 0,5% παρά τις παραδοχές των στελεχών του ταμείου ότι η κλειστή ελληνική οικονομία και η απουσία εργαλείων υποτίμησης του νομίσματος θα πολλαπλασίαζε το δημοσιονομικό σοκ.

Ένας τρίτος λόγος σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες των ελληνικών εξαγωγών, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος τους εκτιμάται ότι εξαρτάται από την ανταγωνιστικότητα, (τρόφιμα , αγαθά και ναυτιλιακές υπηρεσίες) συνεπώς, το χαμηλότερο κόστος εργασίας δεν είχε τον εκτιμώμενο αντίκτυπο στην οικονομία. «Η επίγνωση των ιδιαιτεροτήτων των ελληνικών εξαγωγών θα έπρεπε νε έχει μειώσει τις προσδοκίες για την πιθανή συμβολή των εξαγωγών στους ρυθμούς ανάπτυξης», αναφέρουν σχετικά οι εμπειρογνώμονες.

Τέταρτον, η έκθεση παραδέχεται το ενδεχόμενο να είχε υπερεκτιμηθεί το μέγεθος του δυνητικού ΑΕΠ και οι δυνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης. Αν αυτό συμβαίνει, υποδεικνύει ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές και οι πολλαπλασιαστές των εξαγωγών ενδεχομένως να μην είχαν υποεκτιμηθεί όσο φαίνεται. «Παρ΄ όλα αυτά παραμένει το ερώτημα γιατί το ΔΝΤ ήταν τόσο αισιόδοξο σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης και περίμενε τόσο καιρό πριν αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις του προσαρμόζοντας αντίστοιχα και τους δημοσιονομικούς στόχους», συμπεραίνει η έκθεση.

Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, διαχωρίζει τα τρία επιτυχημένα προγράμματα (Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Κύπρου) από αυτό της Ελλάδος, αναγνωρίζοντας ότι η Ελλάδα αποτελεί «ειδική περίπτωση».

Με δήλωση της, υποστηρίζει ότι: «Η Ελλάδα έθεσε πρόσθετες και μοναδικές προκλήσεις. Με απαράμιλλη διεθνή στήριξη, η χώρα προχώρησε σε μία αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο η χώρα επλήγη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άλλες χώρες εξαιτίας των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από οργανωμένα συμφέροντα, από σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και από τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις. Τα παραπάνω οδήγησαν σε πολλαπλές κρίσεις, υπονομεύοντας έτσι την εμπιστοσύνη προς τη χώρα, αφήνοντας τον φόβο του Grexit να επικρέμεται. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η ύφεση στη χώρα να είναι πολύ βαθύτερη σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του Προγράμματος».

Η Κρ. Λαγκάρντ αναγνωρίζει ότι κανένα από αυτά τα εμπόδια που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του Προγράμματος δεν είχε προβλεφθεί εκ των προτέρων, με αποτέλεσμα το πρώτο πρόγραμμα να αποδειχθεί εξαιρετικά αισιόδοξο. «Παρά ταύτα η Ελλάδα παρέμεινε μέλος της ζώνης του ευρώ, επιτυγχάνοντας έτσι τον βασικό στόχο που είχε τεθεί εξ αρχής, τόσο από την ίδια τη χώρα όσο και από τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης».