Το ευρύτερο προβάδισμα των τελευταίων τεσσάρων εβδομάδων διασφαλίζει ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, όπως αποτυπώνεται σε σημερινή δημοσκόπηση των Reuters/Ipsos, εν όψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου. Μάλιστα, η σφυγμομέτρηση πραγματοποιήθηκε ακριβώς μετά τη δημοσιεύση της είδησης ότι ο Ντόναλντ Τραμπ και η σύζυγός του, Μελάνια, διαγνώσθηκαν θετικοί στον κορονοϊό.
Πιο συγκεκριμένα, το 51% όσων προτίθενται να προσέλθουν στις κάλπες, δηλώνει ότι θα ψηφίσει τον Τζο Μπάιντεν, ενώ αντίθετα το 41% εκφράζει τη στήριξή του στον νυν πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα, το 4% δηλώνει ότι θα ψηφίσει έναν τρίτο υποψήφιο, ενώ ακόμη ένα 4% παραμένει αναποφάσιστο.
Η διαφορά των 10 μονάδων μεταξύ Τραμπ - Μπάιντεν είναι μεγαλύτερη κατά μία έως δύο μονάδες σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέτρηση πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Αυγούστου, δηλαδή λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ ότι είναι θετικός στον ιό. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, αναμένεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πορεία προς τις εκλογές.
Παρά το προβάδισμα του Μπάιντεν, ωστόσο, προκειμένου ο υποψήφιος των Δημοκρατικών να καταφέρει να εκλεγεί στον προεδρικό θώκο, θα πρέπει να κερδίσει αρκετές πολιτείες, ώστε να διαθέτει πλειοψηφία στο Κολλέγιο των Εκλεκτόρων, το οποίο και αναδεικνύει τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ.
Άλλωστε, το 2016, παρότι η Χίλαρι Κλίντον είχε συγκεντρώσει περισσότερες ψήφους σε πανεθνικό επίπεδο, δεν είχε καταφέρει να κερδίσει σε αρκετές πολιτείες, ώστε να διασφαλίσει την αναγκαία πλειοψηφία στο Κολλέγιο, με αποτέλεσμα πρόεδρος να εκλεγεί ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος.
Ενδιαφέρον, παράλληλα, παρουσιάζουν τα στοιχεία για τον κορονοϊό, με το 65% των Αμερικανών να δηλώνει βαθιά ανήσυχο για την πανδημία. Επίσης, 9 στους 10 ψηφοφόρους των Δημοκρατικών και 5 στους 10 ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων θεωρούν ότι αν ο Ντόναλντ Τραμπ είχε λάβειο σοβαρά υπόψη την απειλή του κορωνοϊού, πιθανώς να μην είχε μολυνθεί.
Ταυτόχρονα, το 57% αποδοκιμάζει τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης από την αμερικανική κυβέρνηση, ποσοστό αυξημένο κατά τρεις μονάδες σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα.