Οικονομία

Δημοσιονομική «βόμβα» 8 δισ. ανησυχεί το ΔΝΤ!


Τον κίνδυνο να υπάρξουν ακραίες επιβαρύνσεις του Δημοσίου από δικαστικές αποφάσεις για μισθούς και συντάξεις, αλλά και τα σοβαρά προβλήματα του τραπεζικού τομέα, επισημαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην πρώτη του έκθεση, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας της Ελλάδας.

Το ΔΝΤ εκφράζει την έντονη ανησυχία για την εξέλιξη δικαστικών υποθέσεων με δημοσιονομικές επιπτώσεις και καλεί την κυβέρνηση να κάνει «βαθύτερο σχεδιασμό» για την αντιμετώπισή τους.

Όπως τονίζεται στην έκθεση, από την αμφισβήτηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του 2012 μπορεί να προκύψει εφάπαξ κόστος που ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ, ενώ άλλες αποφάσεις για τους μισθούς στο Δημόσιο μπορεί να έχουν εφάπαξ κόστος 1,4% και μικρότερες, σταθερές επιβαρύνσεις στο μέλλον.

Δηλαδή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ταμείου, μόνο το εφάπαξ κόστος από αυτές της αποφάσεις θα μπορούσε να φθάσει τα 8 δισ. ευρώ, αποτελώντας «βόμβα» στα θεμέλια του προϋπολογισμού. Περαιτέρω, το Ταμείο σημειώνει ότι η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016 επίσης αμφισβητείται δικαστικά, με ακόμη μεγαλύτερες δυνητικές συνέπειες.

Ως σοβαρότερο πρόβλημα για την ανάκαμψη της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα το Ταμείο θεωρεί την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και κατά 27% για τους εργαζόμενους ηλικίας κάτω των 25 ετών. Σημειώνει ότι πρόκειται για αύξηση που κατά πολύ την αύξηση της παραγωγικότητας και θα υποσκάψει την ανταγωνιστικότητα.

Εξάλλου, η αναστροφή μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, όπως συνέβη με την απόφαση του Αυγούστου για επέκταση κλαδικών συμβάσεων με υπουργική απόφαση, προκαλεί ανησυχίες για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα.

Το Ταμείο δηλώνει και πάλι τη διαφωνία του με την απόφαση της κυβέρνησης να μην εφαρμόσει τη συμφωνημένη αναπροσαρμογή των συντάξεων από 1ης Ιανουαρίου 2019, ενώ εμμένει στην ανάγκη να εφαρμοσθεί κανονικά η, επίσης συμφωνημένη αλλά αμφισβητούμενη, μείωση του αφορολόγητου ορίου από το 2020. Αυτό πρέπει να γίνει, ώστε να αλλάξει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς αναπτυξιακή κατεύθυνση, καθώς η μείωση του αφορολόγητου ορίου μπορεί να χρηματοδοτήσει μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές. 

Για την κατάσταση των τραπεζών, το Ταμείο εκφράζει την ανησυχία του, χαρακτηρίζοντας το ελληνικό τραπεζικό σύστημα «σοβαρά ευάλωτο» (“highly vulnerable”), κυρίως λόγω του υψηλού αποθέματος προβληματικών ανοιγμάτων (NPEs), ενώ επισημαίνει ότι η σχέση κράτους – τραπεζών εγκυμονεί κινδύνους για το Δημόσιο, αλλά και για τις τράπεζες.

Στις συστάσεις του για τη διαχείριση των προβλημάτων του τραπεζικού τομέα, το ΔΝΤ αναφέρει ως πρώτη προτεραιότητα την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών με προσφυγή στην αγορά ομολόγων για την έκδοση τίτλων που συνυπολογίζονται στα ίδια κεφάλαια.

Σχετικά με τις προτάσεις για κρατική παρέμβαση (σχέδια ΤΧΣ, ΤτΕ, επιδότηση δόσεων στεγαστικών δανείων), το Ταμείο είναι αρκετά επιφυλακτικό, υπογραμμίζοντας ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν πολύ προσεκτικά αυτές οι στρατηγικές. Το προσωπικό του Ταμείου καλεί τις ελληνικές αρχές και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να αξιολογήσουν προσεκτικά και ολοκληρωμένα την αποτελεσματικότητα λύσεων με κρατική παρέμβαση, εκτιμώντας την επίδραση στους τραπεζικούς ισολογισμούς και στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και τον ηθικό κίνδυνο.

Διαβαστε επισης