Η φορολογική πολιτική βρίσκεται στον πυρήνα της ιδεολογικής διαμάχης για το ρόλο του κράτους στην αναδιανομή του εισοδήματος. Ως τέτοια, είναι στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όπως αυτή από την οποία μόλις εξήλθε η ελληνική οικονομία, όταν τίθεται επιτακτικά το ζήτημα του κοινωνικού καταμερισμού του κόστους.
Στην παρούσα εργασία επιχειρείται να ελεγχθεί η εγκυρότητα δύο ερμηνειών των δημοσιονομικών επιδόσεων της χώρας που τυγχάνουν ιδιαίτερης προβολής στον δημόσιο διάλογο. Η πρώτη αφορά την προ της κρίσης περίοδο και αποδίδει στις υψηλές δημόσιες δαπάνες τα δημοσιονομικά ελλείμματα που οδήγησαν στην υπερχρέωση της χώρας και τελικά στην κρίση. Σύμφωνα με τη, χρονικά πιο πρόσφατη, δεύτερη, η φορολογική επιβάρυνση έχει αυξηθεί σημαντικά και οι «Έλληνες υπερφορολογούνται».
Με βάση τα εμπειρικά δεδομένα και τη σύγκριση των δημοσιονομικών επιδόσεων σε Ελλάδα και ευρωζώνη, οι δύο αυτοί ισχυρισμοί δεν τεκμηριώνονται, επισημαίνεται στη μελέτη της Μονάδας Οικονομικών & Κοινωνικών Αναλύσεων Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, με τίτλο "Δημοσιονομικές επιδόσεις πριν και μετά την ελληνική κρίση: Συμβατικές προσεγγίσεις και εμπειρία".
Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται, οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν είτε χαμηλότερες είτε στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο των χωρών της ΟΝΕ, ενώ αντίθετα τα δημόσια έσοδα ήταν αυτά που διαχρονικά υστερούσαν, ως απόρροια της υποφορολόγησης, της εισφοροδιαφυγής και της φοροδιαφυγής.
Σε σχέση με το πιο πρόσφατο επιχείρημα ότι στην Ελλάδα υπάρχει υπερφορολόγηση, κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται γενικά με βάση τα εμπειρικά δεδομένα. Η υπέρβαση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ του μέσου όρου της ευρωζώνης το 2016 οφείλεται αποκλειστικά στους έμμεσους φόρους και συγκεκριμένα στον ΦΠΑ, καθώς όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες φόρων εξακολουθούν να υστερούν σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ευρωζώνης.
Οι φόροι εισοδήματος, ειδικά των φυσικών προσώπων, είναι αυτοί που εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά, παρά τη μικρή τάση σύγκλισης, ενώ οι φόροι εισοδήματος νομικών προσώπων βρίσκονται ελαφρώς χαμηλότερα του μέσου όρου.
Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη φοροδιαφυγής αλλά και συρρίκνωσης του αριθμού των φορολογουμένων. Η δομή των φόρων πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές (τουλάχιστον όχι εμφανείς σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης), ενώ οι υστερήσεις διατηρούνται και αυτές σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής είναι η μόνη λύση για την ανακούφιση των πιο επιβαρυμένων στρωμάτων αλλά και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών, ώστε το κράτος να μπορέσει να επιτελέσει και τους αναπτυξιακούς του σκοπούς.