Στην ετήσια έκθεσή της που δημοσιεύεται σήμερα, η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει πως οι «πολιτικές δαιμονοποίησης» προκάλεσαν σειρά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων το 2017, καταγγέλλοντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές, αλλά και αυτή της κυβέρνησης Τραμπ σε θέματα μετανάστευσης και υποδοχής προσφύγων.
«Καθ΄όλη τη διάρκεια του 2017, εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο δοκίμασαν τους πικρούς καρπούς των πολιτικών δαιμονοποίησης», αναφέρεται στην έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης που για πρώτη φορά παρουσιάσθηκε στην Ουάσινγκτον.
Η Διεθνής Αμνηστία προσάπτει στους «ηγέτες των πλουσιοτέρων χωρών» μία προσέγγιση στην προσφυγική κρίση, «που συνδέει την αποφυγή με την ωμή απανθρωπιά».
Στην Ευρώπη, η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ότι οι περισσότεροι ηγέτες «αποφάσισαν ότι στην πράξη όλα είναι επιτρεπτά για να εμποδισθούν οι πρόσφυγες να φθάσουν στις ακτές της ηπείρου».
Κάνει ιδιαίτερη μνεία στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στην Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία, όπου «ορισμένοι υποψήφιοι επεδίωξαν να μετατρέψουν τις κοινωνικές και οικονομικές αγωνίες σε αισθήματα εκδίκησης, κυρίως κατά των προσφύγων και μεταναστών»
Ο γενικός γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας Σαλίλ Σέτι καταγγέλλει ειδικότερα τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος από την εκλογή του έχει πληθύνει τις προσπάθειες να επιβάλει αντιμεταναστευτική νομοθεσία, η εφαρμογή της οποίας έχει αναιρεθεί πολλές φορές από τη δικαιοσύνη.
«Πρόκειται για έναν πρόεδρο ο οποίος πραγματικά δήλωσε κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της θητείας του ότι εγκρίνει τα βασανιστήρια και μπορείτε να φαντασθείτε τι σημαίνει αυτό για τις ανά τον κόσμο κυβερνήσεις που χρησιμοποιούν αφειδώς τα βασανιστήρια», κατήγγειλε ο Σαλίλ Σέτι .
Αδύναμη διεθνής κοινότητα
Η Διεθνής Αμνηστία καταγγέλλει επίσης την εκστρατεία «εθνοκάθαρσης κατά των Ροχίνγκια στην Μιάνμαρ», η οποία έχει προκαλέσει την έξοδο 655.000 ανθρώπων από τη χώρα.
«Το επεισόδιο αυτό θα μείνει στην ιστορία ως ένα επιπλέον παράδειγμα της καταστροφικής αδυναμίας της διεθνούς κοινότητας να διευθετήσει καταστάσεις πρόσφορες στις χειρότερες μαζικές ωμότητες», διαπιστώνεται στην έκθεση.
Η Διεθνής Αμνηστία στέκεται επίσης στον «τρομακτικό» αριθμό των αμάχων θυμάτων των ένοπλων συρράξεων, αναφέροντας «την ανθρωπιστική καταστροφή στην Υεμένη», τις τυφλές σφαγές στη Συρία και το Ιράκ και την αναγκαστική έξοδο των πληθυσμών του Νοτίου Σουδάν.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, «οι εμπόλεμες πλευρές στις συρράξεις που καθαιμάσσουν τον πλανήτη δεν επιδιώκουν να διατηρήσουν ούτε ένα πρόσχημα σεβασμού των υποχρεώσεών τους», αναφέρεται στην έκθεση.
Η μη κυβερνητική οργάνωση προσάπτει επίσης στις κυβερνήσεις ότι εκμεταλλεύονται τις ανησυχίες που συνδέονται με την τρομοκρατία για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ισορροπία ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τις ατομικές ελευθερίες». Ως παράδειγμα αναφέρει τη Γαλλία, η οποία έθεσε τέλος στην ισχύ της κατάστασης έκτακτης ανάγκης μόνο αφού «ενέγραψε στο κοινό δίκαιο σειρά έκτακτων ρυθμίσεων».
Ελεγχος στο Ιντερνετ
Η έκθεση χαιρετίζει από την άλλη πλευρά το κίνημα #MeToo και τις πορείες που οργανώθηκαν κατά τη διεθνή ημέρα της γυναίκας για την καταγγελία «των τρομακτικών διαστάσεων των σεξουαλικών επιθέσεων και της σεξουαλικής παρενόχλησης».
Η Διεθνής Αμνηστία χαιρετίζει επίσης την έγερση των πολιτών για να ζητήσουν δικαιοσύνη, όπως εκφράστηκε πρόσφατα με τη κινητοποίηση των νέων επιζώντων της επίθεσης στο σχολείο της Φλόριντα που ζητούν αυστηρότερες ρυθμίσεις για την οπλοκατοχή.
«Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από αυτό που είδαμε τις τελευταίες ημέρες με τους νέους αυτής της χώρας που αντιστέκονται και αγωνίζονται κατά της βίας των όπλων», δήλωσε ο Σαλίλ Σέτι στην Ουάσινγκτον.
Τέλος, στο Ιντερνετ, μπροστά στην σχεδόν απεριόριστη δυνατότητα υποκίνησης μίσους και βίας, η Αμνηστία διαμαρτύρεται για την σπανιότητα των διαθέσιμων εργαλείων για τον έλεγχο αυτών των φαινομένων, επιρρίπτοντας την ευθύνη στους γίγαντες του Διαδικτύου.
«Στον κατακλυσμό των ύβρεων στο Δίκτυο, ιδιαίτερα εναντίον των γυναικών, και στην υποκίνηση μίσους κατά των μειονοτήτων, δεν δίνονται παρά χλιαρές και ασυνάρτητες απαντήσεις εκ μέρους των εταιρειών που διαχειρίζονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εκ μέρους των κρατών».
Εν κατακλείδι, λίγους μήνες πριν από την 70ή επέτειο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η Διεθνής Αμνηστία «δεν μπορεί να θεωρήσει ως κεκτημένο ούτε ένα από αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα».
«Οφείλουμε να εγερθούμε κατά των στρατηγικών δαιμονοποίησης και να οικοδομήσουμε αντίθετα στρατηγικές αλληλεγγύης».
ΑΠΕ-ΜΠΕ