Ακόμη και στα τελευταία βήματα των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, που φαίνεται ότι οδεύουν σε κλείσιμο συμφωνίας για την αξιολόγηση και τα μέτρα 2018-2019, παραμονεύει ο... διάβολος, αυτή την φορά με τη μορφή διαφωνιών σε θέματα «πολιτικά», όπως τα χαρακτηρίζει η ελληνική πλευρά, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν νέες καθυστερήσεις, εάν παραπεμφθούν σε συζήτηση σε υψηλότερη βαθμίδα (Brussels Group).
Η σημερινή διαπραγμάτευση στο Χίλτον άρχισε νωρίς το πρωί και αναμένεται να ολοκληρωθεί πολύ αργά, καθώς κυβέρνηση και δανειστές επιχειρούν ένα «σπριντ», για να επιτευχθεί συμφωνία σε όλα τα θέματα που έχουν μείνει ανοικτά, ώστε μέχρι τα μέσα της εβδομάδας, το αργότερο, να έχουν καταλήξει στα πλήρη κείμενα του «πακέτου» της τεχνικής συμφωνίας και του νέου μνημονίου (MEFP) με το ΔΝΤ.
Τα θέματα που προκαλούν τις σημαντικότερες τριβές, καθώς έχουν έντονη πολιτική διάσταση για την κυβέρνηση, εντοπίζονται στην εφαρμογή των περικοπών στις συντάξεις, στα εργασιακά, στη δευτερογενή αγορά «κόκκινων» δανείων και την ποινική «ασυλία» των τραπεζικών στελεχών, αλλά και στις ιδιωτικοποιήσεις/αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας.
Για τις συντάξεις, το πρόβλημα είναι πώς θα διαμορφωθεί το τελικό «μείγμα» περικοπών. Κυβέρνηση και δανειστές συνομολογούν ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα «πλαφόν» στη μείωση των αποδοχών μέσω «ψαλιδίσματος» της προσωπικής διαφοράς, ώστε να αποφευχθούν ακραίες περικοπές.
Όμως, με την επιβολή αυτού του «πλαφόν» ανοίγει αυτομάτως το θέμα της περικοπής και στις επικουρικές συντάξεις, ώστε να βγει ο τελικός «λογαριασμός» εξοικονόμησης 1% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει σε αυτή την φάση να αναλάβει ποσοτικοποιημένες υποχρεώσεις περικοπής των επικουρικών συντάξεων, επικαλούμενη και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ακόμη πλήρη στοιχεία για το νέο υπολογισμό των συντάξεων με το νόμο Κατρούγκαλου.
Στα εργασιακά, παρότι υπάρχει συμφωνία για όλα τα μέτρα που θα εφαρμοσθούν μέχρι τη λήξη του προγράμματος, το ΔΝΤ είχε αντιρρήσεις στην πρόταση της κυβέρνησης να ενσωματωθεί ρητή αναφορά στα κείμενα της τεχνικής συμφωνίας στην επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων από την 1η Σεπτεμβρίου 2018.
Θεωρητικά, από τη στιγμή που θα έχει λήξει το μνημόνιο, η κυβέρνηση δεν έχει λόγο να επιδιώκει να καταγραφεί σε μια συμφωνία με τους δανειστές η πολιτική που θα ασκήσει όταν θα βρίσκεται εκτός καθεστώτος επιτήρησης. Όμως, για την κυβέρνηση είναι πολιτικά σημαντικό να περιληφθεί στα κείμενα μια σαφής αναφορά στην επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων, που θα παρουσιασθεί στο εσωτερικό ως μια επιτυχία στη διαπραγμάτευση.
Στα θέματα του τραπεζικού φακέλου, η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά στην απαίτηση των δανειστών να αποδεχθεί όλες τις προτάσεις για καλύτερη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς δανείων, που περιλαμβάνονται σε σχετική μελέτη του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι αλλαγές μοιάζουν να αποτελούν τεχνικές λεπτομέρειες, όμως η συνολική εφαρμογή τους θα «δώσει φτερά» στις αγοραπωλησίες «κόκκινων» δανείων και θα αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των εμπλεκόμενων εταιρειών που θα αδειοδοτηθούν από την Τράπεζα της Ελλάδας, κάτι που δημιουργεί ανησυχίες στην κυβέρνηση για τις ενδεχόμενες «παρενέργειες».
Επίσης, σε ό,τι αφορά την ποινική ασυλία που θα πρέπει να δοθεί στα στελέχη των τραπεζών που θα ρυθμίζουν δάνεια μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, υπάρχει σοβαρή πολιτική διαφωνία, καθώς οι δανειστές υποστηρίζουν τη σχετική πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία θα μετατρέψει την ΤτΕ σε «επιδιαιτητή», ο οποίος θα έχει τον τελευταίο λόγο για τις παραπομπές στελεχών στον εισαγγελέα.
Τέτοια ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της ΤτΕ, την ώρα μάλιστα που οι προστριβές με τη διοίκησή της είναι συνεχείς, δεν είναι επιθυμητή από την κυβέρνηση, που θέλει να έχει η κεντρική τράπεζα μόνο γνωμοδοτικό ρόλο, αλλά τον πρώτο λόγο να διατηρήσουν οι εισαγγελείς.
Στα θέματα των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας, οι δανειστές ζητούν να συμφωνηθεί ένας κανονισμός λειτουργίας του νέου Υπερταμείου, ο οποίος θα «στεγανοποιεί» το νέο θεσμό από ενδεχόμενες παρεμβάσεις της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση φοβάται ότι, με τον τρόπο αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών και επιχειρήσεων του δημοσίου τομέα θα τεθεί εκτός του βεληνεκούς της και οι αποφάσεις θα λαμβάνονται αποκλειστικά από το νέο ταμείο, όπου θα έχουν μεγάλη επιρροή και οι ξένοι πιστωτές.
Διαφορές πολιτικού χαρακτήρα υπάρχουν και στο φάκελο της απελευθέρωσης της αγοράς, καθώς η κυβέρνηση καλείται να άρει τους περιορισμούς λειτουργίας μεγάλων καταστημάτων τις Κυριακές, με το ΔΝΤ να πρωτοστατεί στην άσκηση πίεσης για πλήρη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές, παρά τις αντιδράσεις των εμπόρων και την έκδοση αντίθετης απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί τα επόμενα 24ωρα είναι αν αυτά τα θέματα μπορούν να διευθετηθούν πλήρως με τους Θεσμούς, ή αν κάποια θα μείνουν ανοικτά, ενδεχομένως για μια νέα διαβούλευση σε υψηλότερο επίπεδο πριν από την προσεχή συνεδρίαση του Euro Working Group. Είναι σαφές, πάντως, ότι τελικά θα γίνουν ακόμη επώδυνες υποχωρήσεις από την Αθήνα, καθώς δεν υπάρχει το παραμικρό πολιτικό περιθώριο να χαθεί το ορόσημο της 22ας Μαΐου για την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας.