Πολιτική

Διαπραγμάτευση μέχρι θανάτου (των καταθετών)


Ενώ το σήριαλ της διαπραγμάτευσης συνεχίζεται και ουδείς μπορεί να προδικάσει την έκβαση του - ιδιαίτερα όσον αφορά το τι θα αναγκασθεί να θυσιάσει η ελληνική πλευρά για να κλείσει η αξιολόγηση, αποδεικνύεται ότι το τρίτο μνημόνιο  που υπέγραψε ο Αλέξης Τσίπρας το καλοκαίρι του 2015, είχε πολλά “κατασκευαστικά ελαττώματα”.  Το κυριότερο ι ήταν η ίδια η... ευρωπαϊκή κατασκευή του: Το πρόγραμμα συμφωνήθηκε μεταξύ Αθήνας και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ενώ το ΔΝΤ διαφωνούσε με την αρχιτεκτονική του και απέχει μέχρι νεοτέρας.

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΜΠΑΝΗ*

Η ελληνική κυβέρνηση κακώς πίστεψε -και μάλλον εξακολουθεί να πιστεύει- ότι εάν τηρούσε τα συμφωνημένα του τρίτου μνημονίου, αυτό θα ήταν αρκετό για να συνεχίσει να χρηματοδοτείται η χώρα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, αλλά και για να εκπληρώσουν οι Ευρωπαίοι δανειστές τις - όχι και τόσο εποικοδομητικά - ασαφείς  δεσμεύσεις τους για την ελάφρυνση του χρέους. Και ότι το “ενοχλητικό” ΔΝΤ απλώς θα περιοριζόταν σε ρόλο τεχνικού συμβούλου, που θα διατύπωνε αντιρρήσεις εις ώτα μη ακουόντων.

Όλοι αυτοί οι υπολογισμοί αποδεικνύονται εντελώς εσφαλμένοι. Ετσι εξηγείται πώς έχουμε φθάσει τον Φεβρουάριο του 2017 να διαπραγματευόμαστε για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, που είχε προγραμματισθεί να κλείσει τον Φεβρουάριο του 2016. 

Παγιδευμένοι στις αντιθέσεις

Η κυβέρνηση βρίσκεται παγιδευμένη στις κατασκευαστικές ατέλειες ενός προγράμματος που φαίνεται αδύνατο να ξεπερασθούν, όσο το Βερολίνο επιμένει ότι πρόγραμμα δεν υπάρχει χωρίς χρηματοδότηση του ΔΝΤ, η οποία συνεπάγεται νέο μνημόνιο με το Ταμείο.

Διέξοδος δεν υπάρχει επίσης, όσο το ΔΝΤ επιμένει ότι για να συζητήσει ένα νέο μνημόνιο και να συμμετάσχει στο χρηματοδοτικό  σκέλος,  πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να δεχθεί μέτρα που θεωρεί αδιανόητα και οι Ευρωπαίοι δανειστές να αποδεχθούν μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους - την οποία θεωρούν αδιανόητη σε μια χρονιά διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων σε σημαντικές χώρες της Ευρωζώνης (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία).

Στην πραγματικότητα, σήμερα η κυβέρνηση -και μαζί της η εθνική οικονομία- πληρώνει τα ολέθρια λάθη της δήθεν “ηρωικής” διαπραγμάτευσης του 2015, η οποία κατέληξε σε ένα πρόγραμμα-μπάλωμα.  Αυτό το ατελές και ατελέσφορο πρόγραμμα  άρχισε από την πρώτη ημέρα εφαρμογής του να ξηλώνεται, καθώς το ΔΝΤ - δίκαια, από τη δική του πλευρά- αρνείται εξαρχής να δεχθεί τους υπερβολικά αισιόδοξους υπολογισμούς Αθήνας και Βρυξελλών, σύμφωνα με τους οποίους η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και θα το διατηρήσει για αρκετά χρόνια (τρία; πέντε; δέκα;) χωρίς να λάβει νέα, πολύ σκληρά μέτρα λιτότητας (μείωση συντάξεων, μείωση αφορολόγητου ορίου).

 Ο χρόνος είναι χρήμα

Έτσι, η εθνική οικονομία βρίσκεται σήμερα παγιδευμένη στην αβεβαιότητα μιας διαπραγμάτευσης που δεν είναι σαφές πότε και αν θα ολοκληρωθεί, ενώ η κυβέρνηση αφήνει το χρόνο να περνά, ξεχνώντας το βασικό αξίωμα: Ο χρόνος είναι χρήμα. Και ονειρεύεται μια πολιτική λύση που ως δια μαγείας θα επιτρέψει το ξεπέρασμα του αδιεξόδου, επειδή οι Ευρωπαίοι «δεν θα αφήσουν να διαλυθεί η Ευρωζώνη», όπως ακούγεται από χείλη κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών.

Ακόμη και αν δεχθεί κανείς, για την οικονομία της συζήτησης και επειδή προτιμά να μην αναλογίζεται σενάρια απόλυτης καταστροφής, ότι κάποια στιγμή μέσα στους επόμενους μήνες (τον Φεβρουάριο; τον Μάρτιο; τον Ιούνιο;) αυτή η «μαγική» πολιτική λύση θα δοθεί, ο κίνδυνος μιας ανεπανόρθωτης ζημιάς στην καρδιά της εθνικής οικονομίας δεν θα έχει οριστικά απομακρυνθεί.

Οι κίνδυνοι για τις τράπεζες

Το τραπεζικό σύστημα, που έχει ήδη πληρώσει πολύ ακριβά τη δήθεν ηρωική διαπραγμάτευση του 2015, βρίσκεται και σήμερα σ οριακό σημείο. Οι τράπεζες, επιτηρούμενες αυστηρά από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της Φρανκφούρτης, εφαρμόζουν πολυετή επιχειρησιακά προγράμματα που έχουν κεντρικό στόχο τη δραστική μείωση των προβληματικών δανείων. Είναι υποχρεωμένες από το 2017 να επανέλθουν στην κερδοφορία.

Σε κάθε αστοχία, όπου οι ζημιές θα μειώνουν τα κεφάλαιά τους, θα ανακεφαλαιοποιούνται αυτόματα από το Δημόσιο, με μετατροπή αναβαλλόμενων φόρων σε μετοχές και με τους ιδιώτες μετόχους να υφίστανται ζημιές.

Για να το πούμε διαφορετικά, οι τράπεζές μας ή θα καταφέρουν να μειώσουν γρήγορα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και να επανέλθουν στην κερδοφορία, ώστε να αρχίσουν και πάλι να χρηματοδοτούν την οικονομία, ή θα μπουν σε νέα περιπέτεια με άγνωστη κατάληξη. 

Στη χειρότερη περίπτωση, αν όλα πάνε στραβά και χαθεί ακόμη και το «μαξιλάρι» που προσφέρει ο αυτόματος μηχανισμός ανακεφαλαιοποίησης από το Δημόσιο, θα φθάσουμε στο απευκταίο σενάριο του bail-in, με βάση του νέους κανόνες της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης και ο λογαριασμός θα μεταφερθεί στους καταθέτες με ποσά άνω των 100.000 ευρώ, δηλαδή κυρίως στις επιχειρήσεις μας.

Το ρίσκο των καθυστερήσεων

Πώς συνδέονται όλα αυτά με τη βασανιστική διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση; Το εξήγησε πριν από λίγες ημέρες ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s: «Οι συνεχιζόμενες καθυστερήσεις στη συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση είναι μια εξέλιξη “πιστωτικά αρνητική” (credit negative) για τις τράπεζες και βάζει σε κίνδυνο τα πλάνα αναδιάρθρωσης, περιλαμβανομένης και της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) κατά περίπου 40% ως το 2019», τόνισε ο οίκος.  

«Η έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος είναι κρίσιμη, για να αναπτυχθεί η οικονομία την περίοδο 2017-2019 και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών και των επενδυτών για τη χώρα και το τραπεζικό της σύστημα», τονίζει η Moody’s. Για να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, επισημαίνει, «οι ελληνικές τράπεζες περιμένουν ότι η νομοθέτηση συγκεκριμένων εργαλείων και μεταρρυθμίσεων θα βοηθήσει σε αυτό τον τομέα. Ομως, αυτά έχουν καθυστερήσει, καθώς η ολοκλήρωση της αξιολόγησης εκκρεμεί. Μεταξύ των εργαλείων αυτών περιλαμβάνονται ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, οι αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα, η νομική προστασία τραπεζικών στελεχών που θα εγκρίνουν εταιρικές αναδιαρθρώσεις και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί».

Η Moody’s προειδοποιεί ότι «περαιτέρω καθυστερήσεις στη β’ αξιολόγηση δημιουργούν το ρίσκο, οι τράπεζες να μην είναι σε θέση να εφαρμόσουν τα προγράμματα αναδιάρθρωσης τόσο σε ό,τι αφορά στη μείωση των NPEs όσο και στην επιστροφή σε κερδοφορία μετά από χρόνια ζημιών. Ένα τέτοιο σενάριο θα έβαζε τις τράπεζες σε περισσότερο ευάλωτη θέση πριν από έναν ακόμα σκληρό γύρο stress tests της ΕΚΤ το 2018, αυξάνοντας σημαντικά το ρίσκο για πιστωτές και καταθέτες».

Ευχή όλων είναι να μην επαληθευθούν αυτές οι δυσοίωνες προβλέψεις για τις τράπεζες και τους καταθέτες. Το ανησυχητικό, όμως, είναι ότι η κυβέρνηση λειτουργεί σε αυτές τις βασανιστικά αργές διαπραγματεύσεις με άγνοια των κινδύνων που διατρέχει το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Οπως ακριβώς έκανε και το 2015, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Και αυτό δεν είναι καλός οιωνός για το τραπεζικό μας σύστημα. 

___________

* Οικονομολόγος, πρώην τραπεζικό στέλεχος