Παρά τους φόβους ότι οι πιθανές απογοητεύσεις του ζευγαριού από τις διαδοχικές προσπάθειες απόκτησης παιδιού με εξωσωματική και το στρες που συνεπάγεται για τους δύο συντρόφους η σχετική θεραπεία υπογονιμότητας, μπορεί να διαταράξουν τη σχέση τους, στην πραγματικότητα δεν αυξάνει ο κίνδυνος διαζυγίου, σύμφωνα με μια νέα πορτογαλο-δανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Μαριάνα Μάρτινς της Σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Πόρτο, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας στη Γενεύη, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 43.000 γυναίκες στη Δανία.
Διαπιστώθηκε ότι, σε διάστημα 16 ετών, περίπου το ένα πέμπτο (20%) των ζευγαριών χώρισαν, αλλά δεν υπήρξε κάποια διαφορά ανάμεσα στα ζευγάρια που οι γυναίκες είχαν υποβληθεί σε θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και σε εκείνα που οι γυναίκες είχαν γεννήσει κανονικά.
«Τα ευρήματά μας πρέπει να λειτουργήσουν καθησυχαστικά για τα ζευγάρια που ακολουθούν ή πρόκειται να ακολουθήσουν θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όσον αφορά την ασφάλεια της σχέσης τους», δήλωσε η Μάρτινς. «Παρόλη την ένταση που μπορεί να φέρει η υπογονιμότητα, η θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στην πραγματικότητα μάλλον ωφελεί τη σχέση ενός ζευγαριού, επειδή τους αναγκάζει να βελτιώσουν την επικοινωνία τους», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τη μελέτη πάντως, τα περισσότερα ζευγάρια που προσπαθούν για εξωσωματική (η οποία αποτελεί συνήθως την ύστατη καταφυγή σε περίπτωση παρατεταμένης υπογονιμότητας), βιώνουν μικρότερο ή μεγαλύτερο στρες και άγχος, λόγω και της αβεβαιότητας της κατάληξης της θεραπείας.