Πολιτική

«Δείκτης Μπάφετ»: Πολύ φθηνές οι μετοχές του ΧΑ, πρόβλημα το πολιτικό ρίσκο


 Τεράστια περιθώρια ανόδου των ελληνικών μετοχών υποδεικνύει ο δείκτης που παρακολουθεί στενά ο «πρύτανης» των διαχειριστών κεφαλαίων, Γουόρεν Μπάφετ: Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η διοίκηση του Χρηματιστηρίου, η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς ως ποσοστό του ΑΕΠ, έπεσε στο τέλος του 2016 στο χαμηλότερο επίπεδο μετά το 2000.

Η διοίκηση του ΧΑ εκτιμά ότι υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες εισόδου στην αγορά, καθώς το 2016 οι μετοχές βρέθηκαν σε πρωτοφανή υποτίμηση και η συνολική αξία τους αντιστοιχούσε σε ποσοστό χαμηλότερο από 20% του ΑΕΠ, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στις ευρωπαϊκές αγορές πλησιάζει το 72%.

Ο δείκτης κεφαλαιοποίηση/ΑΕΠ είναι ένας από τους αγαπημένους δείκτες του θρυλικού διαχειριστή κεφαλαίων, Γουόρεν Μπάφετ. «Για μένα», έχει τονίσει σε μια συνέντευξη στο “Forbes”, το 2001, «το μήνυμα αυτού του διαγράμματος είναι το εξής: αν το ποσοστό (σ.σ.: της σχέσης της αξίας των μετοχών με το ΑΕΠ) πέσει στην περιοχή του 70-80%, το να αγοράζεις μετοχές θα σου βγει σε καλό. Αν το ποσοστό πλησιάζει το 200%, όπως συνέβη το 1999 και το 2000, τότε παίζεις με την φωτιά».

Ασφαλώς, για να γίνουν σωστές αναγωγές αυτών των σκέψεων στα δεδομένα της Ελλάδας, που δεν διαθέτει ένα Χρηματιστήριο εξίσου ανεπτυγμένο με την Wall Street, θα πρέπει κανείς να εφαρμόσει πολύ χαμηλότερα ποσοστά για να καταλήξει σε συμπεράσματα για το αν είναι υποτιμημένες ή υπερτιμημένες οι μετοχές.

Ανατρέχοντας σε ιστορικά στοιχεία από το 2000, τα οποία παρουσιάζονται σε σχετικό γράφημα που περιλαμβάνεται στον απολογισμό 2016 του ΧΑ, βλέπουμε ότι το 2016 άνοιξε περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά η «ψαλίδα» ανάμεσα στη σχέση κεφαλαιοποίησης της ελληνικής αγοράς προς το ΑΕΠ με την αντίστοιχη στις ευρωπαϊκές αγορές.

Η χειρότερη χρονιά για τον ελληνικό δείκτη ήταν το 2011, όταν η αξία των μετοχών υποχώρησε κάτω από το 13% του ΑΕΠ. Όμως, την ίδια χρονιά ήταν αρκετά χαμηλή και στην Ευρώπη και είχε διαμορφωθεί στο 53,3%. Το 2016, η ευρωπαϊκή σχέση έχει εκτιναχθεί στο 71,8%, αλλά στην ελληνική αγορά έχει «κολλήσει» στο 19,8%.

Πριν την κρίση που άρχισε το 2008 και έριξε στον... γκρεμό τις ελληνικές μετοχές, η σχέση της κεφαλαιοποίησης των μετοχών με το ΑΕΠ συμπορευόταν με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό δείκτη. Το 2000, μετά την «φούσκα» του 1999, η σχέση είχε φθάσει κοντά στο 86% στην Ελλάδα και απείχε ελάχιστα από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή (89,5%), ενώ και το 2007, βρισκόταν κοντά στο 78%, λίγο χαμηλότερα από την ευρωπαϊκή (84,6%).

Θεωρητικά, λοιπόν, όσοι τολμηροί επενδυτές αγοράσουν τώρα ελληνικές μετοχές μπορούν να προσβλέπουν σε ένα ράλι, που θα αυξήσει σημαντικά ή και πολλαπλασιάσει την αξία τους. Τι είναι αυτό, όμως, που κάνει σήμερα τους επενδυτές να θεωρούν δικαιολογημένη την εξωφρενικά χαμηλή αποτίμηση των μετοχών;

Το λεγόμενο ρίσκο χώρας, κυριότερος συντελεστής του οποίου είναι ο πολιτικός κίνδυνος (αποτυχία του προγράμματος προσαρμογής, πολιτική αστάθεια, σενάρια Grexit κ.α.), είναι ο βασικός παράγοντας που κρατά χαμηλά τις ελληνικές μετοχές.

Ο νέος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Πειραιώς, Γ. Χαντζηνικολάου, επισήμανε πολύ εύστοχα το πρόβλημα, μιλώντας στην πανηγυρική έναρξη της πρώτης συνεδρίασης του χρηματιστηρίου της Αθήνας. «Θα πρέπει να μειωθεί το ελληνικό πολιτικό ρίσκο, προκειμένου να υπάρξουν ενδιαφέρουσες ανατιμήσεις», τόνισε χαρακτηριστικά.

Όσοι είναι αισιόδοξοι, πάντως, για τον περιορισμό του πολιτικού ρίσκου, μπορούν να το... κάνουν όπως ο Μπάφετ: να τοποθετηθούν σήμερα στην αγορά, σε επίπεδα αποτιμήσεων που φαίνονται αδιανόητα χαμηλά, σε σχέση με το ελληνικό ΑΕΠ...