«Ψήφο» εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία έδωσε ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS ο οποίος σε σημερινή του έκθεση αναβάθμισε τις προοπτικές του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικές από σταθερές, ενώ διατήρησε το αξιόχρεο στη βαθμίδα ΒΒΒ (low).
Ακριβώς πριν από έναν χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου 2023, ο οίκος αξιολόγησης είχε δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, όταν αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα BBB (low) με σταθερές προοπτικές (trend), από τη βαθμίδα BB (high) - που ήταν μία βαθμίδα χαμηλότερα από τη λεγόμενη επενδυτική.
Όπως εξηγεί στην ανάλυσή της η Morningstar DBRS η αλλαγή του outlook αντικατοπτρίζει την περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος. Ο τραπεζικός τομέας είναι πιθανό να συνεχίσει να διατηρεί καλή κερδοφορία, μειώνοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και μειώνοντας τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις.
Οι «κληρονομιές» που σχετίζονται με έναν ισχυρό δεσμό των τραπεζών με την κυβέρνηση έχουν επίσης υποχωρήσει ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής απόφασης να πουλήσει μεγάλο μέρος των μετοχών σε συστημικές τράπεζες, σημειώνει.
Επιπλέον, τα υγιή και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υγιή ονομαστική ανάπτυξη, θα διευκολύνουν περαιτέρω τη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, που αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027 από 161,9% το 2023.
Επιπλέον, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, και αυτές μαζί με υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναμένεται να αυξήσουν τη δυναμική και να κάνουν την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοσυντηρούμενη.
Από το 2021, η Ελλάδα ξεπερνά τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ αναμένεται να επεκταθεί κατά περισσότερο από 2% τόσο το 2024 όσο και το 2025. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας BBB (χαμηλές) υποστηρίζονται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ και από την εφαρμογή παλαιότερων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Ταμείου Ανάκαμψης γεγονός που αναμένεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τους ομολόγους της στη ζώνη του ευρώ.
Σημαντικοί πόροι της ΕΕ παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ υποστηρίζουν τις επενδύσεις με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος. Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, που αντανακλάται στη ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που έχει αντιμετωπίσει η οικονομία από το 2020.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Χατζηδάκης: Η αξιολόγηση της DBRS ακόμα μια θετική είδηση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας
Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, μετά την ανακοίνωση του οίκου DBRS Morningstar για την αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, ο πρώτος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ που απένειμε πέρυσι στην ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα, προχώρησε σήμερα σε αναβάθμιση των προοπτικών της, από σταθερές σε θετικές.
Οι κρίσιμες ημερομηνίες
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η πιο κρίσιμη ημερομηνία είναι 13η Σεπτεμβρίου 2024 όπου θα αξιολογήσει την Ελλάδα ο αμερικανικός οίκος Moody’s που βαθμολογεί την οικονομία σε Ba1 (χωρίς επενδυτική βαθμίδα) με σταθερές προοπτικές.
Αντίθετα ο οίκος Standard & Poor’s που έχει προγραμματισμένη αξιολόγηση στις 18 Οκτωβρίου, αναβάθμισε την αξιολόγηση της οικονομίας από «σταθερή» σε «θετική» διατηρώντας όμως το αξιόχρεο στη βαθμίδα ΒΒΒ- . Η Fitch θα αξιολογήσει την οικονομία στις 22 Νοεμβρίου, έχοντας διατηρήσει την αξιολόγηση της οικονομίας σε «σταθερή» και το αξιόχρεο στην ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα.