Δυσμενή εξέλιξη για 70.000 δανειολήπτες στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο συνιστά η απόφαση του Αρείου Πάγου, που τους επιβάλλει να εξυπηρετούν τις δόσεις τους µε βάση την τρέχουσα ισοτιµία ευρώ-φράγκου και ακυρώνει κάθε ελπίδα τους να τα αποπληρώσουν µε βάση την ισοτιµία εκταµίευσης.
Μάλιστα, μεγάλος αριθμός δανειοληπτών με στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό νόμισμα έχει καταφύγει στον νόμο Κατσέλη. Οι ρυθμίσεις που έχουν γίνει ωστόσο μέχρι σήμερα από τα ειρηνοδικεία, δεν έχουν αμφισβητήσει τη βάση υπολογισμού του υπολοίπου της οφειλής που είναι η τρέχουσα ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου. Στον βαθμό που η απόφαση 4/2019 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κλείνει οριστικά κάθε παράθυρο και δεν αφήνει περιθώριο επανεξέτασης του θέματος ούτε στο επίπεδο της συλλογικής αγωγής που εκκρεμεί προς συζήτηση μέσα στον Μάιο, οι δανειολήπτες αυτοί δεν έχουν άλλη επιλογή πλην της συνεργασίας με την τράπεζα για εξεύρεση λύσης-ρύθμισης των δανείων τους.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι πολλοί δανειολήπτες, ανάλογα με την ισοτιμία που ίσχυε την περίοδο που συνήψαν τη σύμβαση με την τράπεζα, βρίσκονται αντιμέτωποι σήμερα με την αύξηση του υπολοίπου της οφειλής τους σε ευρώ, ακόμη και αν μέχρι τώρα πλήρωναν κανονικά τις δόσεις τους. Δεν είναι δε λίγοι εκείνοι που, θεωρώντας ότι οι συμβάσεις αυτές θα κρίνονταν καταχρηστικές, έχουν εγκαταλείψει την αποπληρωμή του δανείου τους, με συνέπεια το υπόλοιπο της οφειλής να έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη. Η συντριπτική πλειονότητα, πάντως, φέρεται να ανήκει στην κατηγορία που, ενώ πληρώνει ανελλιπώς τη δόση του δανείου τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνει ότι το υπόλοιπο της οφειλής έχει μειωθεί ελάχιστα.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους δηλώνουν διατεθειμένες να ρυθμίσουν αυτές τις οφειλές και να δώσουν «ικανοποιητικές λύσεις» σε όσους επιδιώξουν τη συνεργασία, αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί πως δεν θα διεκδικήσουν σε όλες τις περιπτώσεις το σύνολο της οφειλής, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα με βάση την τρέχουσα ισοτιμία.
Τι προτείνουν οι τράπεζες;
Η λύση που προτείνουν είναι η ρύθμιση της οφειλής με βάση το γενικό κανόνα που θα διέπει, με το νέο νόμο, όλα τα «κουρέματα» στεγαστικών δανείων α΄ κατοικίας, δηλαδή το υπόλοιπο της οφειλής σε σχέση με την εμπορική αξία του δανείου. Έτσι, για τις περιπτώσεις που το υπόλοιπο της οφειλής υπερβαίνει το 120% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, θα προτείνουν το «κούρεμα» αυτής της διαφοράς και θα ρυθμίζουν το υπόλοιπο του δανείου.
Με τον τρόπο αυτό θα επιτυγχάνεται σημαντική μείωση της οφειλής και εκτιμάται ότι μεγάλος αριθμός δανειοληπτών θα επιδιώξει να έρθει σε συμφωνία με την τράπεζα, κάτι που απέφευγε μέχρι σήμερα προσβλέποντας σε ευνοϊκότερη ρύθμιση από τα δικαστήρια.
Κατά προτεραιότητα οι τράπεζες θα προτείνουν ρύθμιση όταν υπάρχει καθυστέρηση στην οφειλή τουλάχιστον για τρεις μήνες. Ωστόσο, ακόμη και σε περιπτώσεις μικρότερης καθυστέρησης οι τράπεζες φαίνονται διατεθειμένες να συζητήσουν την περίπτωση ρυθμίσεων, εφόσον το ζητήσουν οι δανειολήπτες.
Η πιο συνηθισµένη ρύθµιση είναι αυτή του «split and freeze» κατά την οποία το δάνειο «σπάει» σε δύο µέρη. Το ένα μέρος, που αντιστοιχεί στο 120% της εµπορικής αξίας του υποθηκευµένου ακινήτου (split) εξυπηρετείται, ενώ το έτερο που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της οφειλής «παγώνει» χωρίς να επιβαρύνεται µε τόκους (freeze).
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο δανειολήπτης θα υπογράφει νέα δανειακή σύµβαση µε την τράπεζα με την οποία οριστικοποιείται η νέα οφειλή του σε ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι όσοι προχωρήσουν σε ρύθμιση θα αποδεχθούν οριστικά τη δυσμενή επίπτωση από την ενίσχυση της ισοτιμίας του ελβετικού, που κυμαινόταν γύρω στο 1,60 όταν δόθηκαν τα περισσότερα δάνεια και βρίσκεται σήμερα στο 1,13. Αντίθετα, αν διατηρηθεί η σύμβαση σε ελβετικό, ο δανειολήπτης μπορεί να έχει, θεωρητικά τουλάχιστον, την ελπίδα ότι το νόμισμα θα αποδυναμωθεί στο μέλλον έναντι του ευρώ και ο ίδιος θα ωφεληθεί από αυτή την κίνηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αν συμφωνήσει στη μετατροπή του δανείου σε ευρώ, ο δανειολήπτης θα διατηρεί ένα χαμηλό επιτόκιο, ενώ µε βάση την τρέχουσα οικονοµική κατάστασή του θα καθορίζονται η διάρκεια αποπληρωµής και η µηνιαία δόση του δανείου.
Με την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης θα τηρήσει τη ρύθµιση και θα πληρώνει κανονικά τις νέες δόσεις, κάθε χρόνο η τράπεζα θα προχωρά σταδιακά στη διαγραφή μέρους του «παγωµένου» τµήµατος ενώ μετά από τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου της νέας σύμβασης, θα προχωρά σε επανεκτίμηση της εµπορικής αξίας του ακινήτου βάσει της οποίας θα κρίνεται η τελική διαγραφή της οφειλής.