Μένουν λιγότερες από 100 μέρες μέχρι η Μεγάλη Βρετανία να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), χωρίς ωστόσο να φαίνεται στον ορίζοντα η προοπτική ενός βιώσιμου συμβιβασμού. Η ΕΕ και η βρετανική κυβέρνηση έχουν συμφωνήσει σε ένα σχέδιο εξόδου που ικανοποιεί την ευρωπαϊκή πλευρά στο επίπεδο των οικονομικών ανταλλαγμάτων, ωστόσο η Πρωθυπουργός Τερέζα Μέι βρίσκεται εγκλωβισμένη και μέσα στο ίδιο της κόμμα και την κυβέρνηση, όσο και εντός, συνολικά, του βρετανικού πολιτικού συστήματος.
* του Δημήτρη Ραπίδη
Παρότι, προς το παρόν, η Βρετανίδα πρωθυπουργός έχει εξασφαλίσει την ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή των Κοινοτήτων, ένα σημαντικό τμήμα των βουλευτών της δεν είναι ικανοποιημένο από το περιεχόμενο της συμφωνίας. Οι Εργατικοί του Τζέρεμι Κόρμπιν είναι αντίθετοι στη συμφωνία και ζητούν γενναία επαναδιαπραγμάτευση, ενώ οι πιο ακραίοι πολιτικοί κύκλοι, που κινούνται γύρω από τον Φάρατζ, ζητούν, επί της ουσίας, ακύρωση της συμφωνίας και άτακτη έξοδο, ώστε να αναγκάσουν, όπως οι ίδιοι λανθασμένα εκτιμούν, την ΕΕ να ικανοποιήσει πλήρως τις όποιες διεκδικήσεις εγείρουν οι πιο «σκληροί» θιασώτες του Brexit.
Οι Βρυξέλλες δεν συζητούν το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης και αυτή τη στιγμή η όλη διαδικασία βρίσκεται «στον αέρα». Εάν η παρούσα συμφωνία δεν επικυρωθεί από τη βρετανική Βουλή, η Μεγάλη Βρετανία εγκαταλείπει την ΕΕ στις 29 Μαρτίου χωρίς συμφωνία. Αυτό πρακτικά σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν θα υπάρξουν τελωνειακές ρυθμίσεις με τους πλησιέστερους γείτονές της και τους εμπορικούς της εταίρους, ότι οι ελεύθερες ροές εφοδιασμού από την Ευρώπη προς τη Μεγάλη Βρετανία για τρόφιμα, φάρμακα και άλλα βασικά αγαθά και υπηρεσίες θα μπλοκαριστούν και ότι οι Βρετανοί πολίτες. που ζουν και εργάζονται στην ΕΕ, θα χάσουν τα δικαιώματα που απολαμβάνουν.
Το σχέδιο έκτακτης ανάγκης και ποιος ωφελείται
Το σχέδιο έκτακτης ανάγκης που εκπονούν η βρετανική κυβέρνηση και οι Βρυξέλλες, όχι μόνο έρχεται αργά και πρόχειρα, αλλά δεν διαμορφώνει και τις κατάλληλες, μίνιμουμ συνθήκες, ώστε να καταφέρει η Μεγάλη Βρετανία να ανταπεξέλθει στους ποικίλους κραδασμούς που θα προκληθούν σε μια κατάσταση άτακτης εξόδου.
Το συγκεκριμένο σχέδιο εκπονείται ώστε να ασκηθεί πίεση τόσο εντός της κοινοβουλευτικής ομάδας της βρετανικής κυβέρνησης, όσο και εντός της αντιπολίτευσης, με στόχο να στηριχθεί η συμφωνία του Brexit, όπως έχει σήμερα. Αποτελεί, ωστόσο, μια κίνηση υψηλού πολιτικού ρίσκου, τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένα άλλο βιώσιμο εναλλακτικό σχέδιο, με το βρετανικό πολιτικό σύστημα να καλείται να πάρει μια απόφαση με εξαιρετικά αβέβαιες επιπτώσεις στην οικονομία, στη ζωή των πολιτών και στην κοινωνία ευρύτερα: είτε να υποστηριχθεί η παρούσα συμφωνία είτε να μην υπάρξει συμφωνία, καθώς το σχέδιο έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση που τεθεί σε εφαρμογή, θα είναι βραχυπρόθεσμης εφαρμογής, χωρίς καμία δικλείδα ασφαλείας.
Από το σχέδιο έκτακτης ανάγκης, όπως ακριβώς συνέβη και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα του Brexit, κερδισμένοι μπορεί να βγουν οι ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι και οι εθνικιστικές πτέρυγες του πολιτικού συστήματος, που επένδυσαν στο λαϊκισμό, χωρίς να προτείνουν κάποια στρατηγική βιώσιμης εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ. Όπως το 2016, έτσι και σήμερα, τα ίδια πρόσωπα επιδιώκουν να αποκομίσουν ένα βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος, εις βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των Βρετανών πολιτών και της εθνικής οικονομίας.
Το σημείο «μη επιστροφής» και η τρίτη επιλογή
Αυτή τη στιγμή, όλες οι πολιτικές δυνάμεις καλούνται να προχωρήσουν με σοβαρότητα, χωρίς παλινωδίες. Ο «ψυχολογικός πόλεμος» που έχει θέσει σε εφαρμογή η βρετανική κυβέρνηση προκειμένου να περάσει η συμφωνία είναι μια κίνηση πολιτικού αυτοεγκλωβισμού της Μέι. Από την πλευρά τους οι Εργατικοί οφείλουν να ξεκαθαρίσουν τη στάση τους και να ασκήσουν εποικοδομητική πίεση στην κυβέρνηση, ώστε να θέσει, τουλάχιστον, τη συμφωνία στην κρίση του βρετανικού λαού.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αποτυπώθηκε και στο πρόσφατο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μολονότι υπάρχει σχετική σύμπνοια για τη συμφωνία για το Brexit, διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις και για το κατά πόσο αυτή η συμφωνία γεννά νομικό και πολιτικό προηγούμενο για άλλα κράτη-μέλη και κατά πόσο διασφαλίζονται και προστατεύονται τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών στη Μεγάλη Βρετανία. Μπορεί η ΕΕ, διαμέσου του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ και του προέδρου της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, να μιλούν για μια επωφελή συμφωνία για τα συμφέροντα της ΕΕ, ωστόσο υπάρχουν πολλά «γκρίζα» σημεία.
Τόσο η βρετανική κυβέρνηση, όσο και η ΕΕ, επικαλούμενες την προθεσμία της 29ης Μαρτίου 2019, πιέζουν για την απόσυρση της τρίτης επιλογής που διαφαίνεται στον ορίζοντα -πέρα δηλαδή από την παρούσα συμφωνία και το σχέδιο έκτακτης ανάγκης- που αφορά στην ανάκληση του άρθρου 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Brexit, μετά και την πρόσφατη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Εάν δηλαδή η Βουλή των Κοινοτήτων αποφασίσει ότι η χώρα θα παραμείνει τελικά στην ΕΕ, τότε η Μεγάλη Βρετανία θα συνεχίσει να είναι κράτος-μέλος, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, εφαρμόζοντας όσα ισχύουν σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει επαναδιαπραγμάτευση, για ζητήματα όπως η ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών ή ο Προϋπολογισμός της χώρας, ότι δεν θα αλλάξει κάτι σε σχέση με την σημερινή παρουσία και συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ.
Η τρίτη αυτή επιλογή θα μπορούσε να διαμορφώσει μια νέα προοπτική, θέτοντας τις βάσεις για να ενισχυθούν οι προοδευτικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στη χώρα. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αλλάξει τους συσχετισμούς στον πολιτικό χάρτη της Μεγάλης Βρετανίας και να συμβάλλει στην ενδυνάμωση προοδευτικών πολιτικών συμμαχιών και σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, με ορίζοντα τη δύσκολη πολιτική μάχη των ευρωεκλογών του Μαΐου 2019.
* Αναδημοσίευση από το 16ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ