Τον Νοέμβριο η ειδική απεσταλμένη του ΓΓ του ΟΗΕ Τζέιν Χολ Λουτ αναμένεται στην Κύπρο για να ξεκινήσει τις προεργασίες για μια άτυπη πενταμερή που θα στοχεύει στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό.
Της Ήλιας Ξυπολιά*
Ο μύθος των «χαμένων ευκαιριών» για την Ελλάδα και την Κύπρο πλανάται για πολλά χρόνια στους διπλωματικούς κύκλους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, παρότι έχει επανειλημμένα καταρριφθεί, εφόσον οδηγεί σε αποπροσανατολισμό της συζήτησης από το μείζον και ουσιώδες στα ελάσσονα και επουσιώδη.
Συνθήκες Ζυρίχης- Λονδίνου
Το Κυπριακό ζήτημα είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στα παγκόσμια χρονικά. Τη δεκαετία του 1950 η παρακμάζουσα βρετανική Αυτοκρατορία έβλεπε μία μία τις αποικίες να ανεξαρτητοποιούνται. Η Κύπρος όμως έμελλε να έχει διαφορετική τύχη. Η γεωστρατηγική της σημασία για τους Βρετανούς απέκτησε διαφορετικό βάρος με τις παράλληλες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και κυρίως στην Αίγυπτο. Η άνοδος του εθνικιστή ηγέτη Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ στην Αίγυπτο σύντομα σήμανε την εκδίωξη των βρετανικών στρατευμάτων στην Αίγυπτο και το ουσιαστικό τέλος της επιρροής της βρετανικής Αυτοκρατορίας ως παγκόσμιας δύναμης.
Τον Ιούλιο του 1954 ο τότε Βρετανός υπουργός αποικιών Χένρι Χόπκινσον, ερωτηθείς στη Βουλή των Κοινοτήτων εάν η Κύπρος θα ακολουθούσε την τύχη των άλλων αποικιών, που σταδιακά περνούσαν σε καθεστώτα αυτοδιάθεσης, απάντησε, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ότι «υπάρχουν ορισμένες περιοχές στην Κοινοπολιτεία οι οποίες, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών τους, δεν μπορούν ποτέ να προσδοκούν να γίνουν εντελώς ανεξάρτητες».
Μετά το τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, οι Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου έδωσαν στην Κύπρο μια «χάρτινη» ανεξαρτησία. Παράλληλα με το Σύνταγμα υπεγράφησαν και άλλες τρεις Συνθήκες: η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, που προβλέπει τη διατήρηση δύο βρετανικών στρατιωτικών βάσεων, η Συνθήκη Εγγυήσεως και η Συνθήκη Συμμαχίας. Οι δύο τελευταίες έχουν μάλιστα και συνταγματική ισχύ, σύμφωνα με το μη αναθεωρητέο άρθρο 181 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι διευθετήσεις αυτές έχουν εγείρει το ζήτημα κατά πόσον είναι συμβατές με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ο μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών Γκάλο Πλάζα, στην έκθεσή του το 1965, περιέγραψε το κυπριακό Σύνταγμα ως «συνταγματική ιδιαιτερότητα».
Η Συνθήκη Εγγυήσεως ορίζει τη Βρετανία, την Τουρκία και την Ελλάδα ως εγγυήτριες δυνάμεις, που «εγγυώνται την ανεξαρτησίαν, εδαφική ακεραιότητα και ασφάλειαν της Δημοκρατίας της Κύπρου». Το άρθρο 4 της συνθήκης προβλέπει ότι: «Εν περιπτώσει παραβιάσεως των διατάξεων της παρούσης συνθήκης, η Ελλάς, η Τουρκία και το Ηνωµένον Βασίλειον αναλαµβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διαβουλεύωνται µετ’ αλλήλων όσον αφορά τας παραστάσεις ή τα µέτρα τα αναγκαία δια την διασφάλισιν της τηρήσεως των εν λόγω διατάξεων. Εφ’ όσον κοινή ή συντετονισµένη ενέργεια δεν ήθελεν αποδειχθή δυνατή, εκάστη των τριών εγγυητριών δυνάµεων επιφυλάσσει εαυτή το δικαίωµα όπως ενεργήση µε µόνον σκοπόν την επαναφοράν της δια της παρούσης συνθήκης δηµιουργηθείσης καταστάσεως».
Το άρθρο αυτό είναι εντελώς ασυμβίβαστο με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που προβλέπει ότι «άπαντα τα Μέλη θα απέχωσι εις τας διεθνείς αυτών σχέσεις της απειλής ή χρήσεως βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε Κράτους ή καθ΄ οιονδήποτε άλλον τρόπον ασυμβίβαστον προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών».
Αυτή την ιδιότητά της ως εγγυήτριας δύναμης επικαλέστηκε η Τουρκία για την εισβολή το καλοκαίρι του 1974. Την ίδια ιδιότητα επικαλείται και σήμερα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όταν στέλνει, σχεδόν ανενόχλητος, γεωτρύπανα στα κυπριακά ύδατα. Η ιδιότητα της χώρας του Τούρκου Προέδρου ως εγγυήτριας δύναμης του δίνει το δικαίωμα για μια πιο διεκδικητική τουρκική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι δηλώσεις Ερντογάν για την Ανατολική Μεσόγειο μας υπενθυμίζουν την επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης των παρωχημένων Συνθηκών. Η προσπάθεια του τουρκικού κράτους να επιχειρηματολογήσει και να καταστήσει τη λεγόμενη και δεύτερη τουρκική εισβολή συμβατή με το διεθνές δίκαιο πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Ο ρόλος της Βρετανίας
Ενώ θεωρητικά η αναθεώρηση των παρωχημένων διευθετήσεων της Συνθήκης Εγγυήσεως αποτελεί πάγιο αίτημα τόσο της ελληνικής όσο και της ελληνοκυπριακής πλευράς, πρακτικά ελάχιστες φορές έχει τεθεί το θέμα ως προτεραιότητα. Έπειτα από τέσσερις δεκαετίες ατέρμονων διαπραγματεύσεων, το 2017 ήταν από τις πρώτες φορές που η Ελλάδα έθεσε ουσιαστικά το ζήτημα των εγγυητριών δυνάμεων ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για μια δίκαιη επίλυση. Η τότε ελληνική αντιπροσωπεία στο Κραν Μοντάνα ιεράρχησε το ζήτημα των εγγυήσεων, ως επείγουσας προτεραιότητας, πάνω από εκείνα της διακυβέρνησης, των δικαιωμάτων και του περιουσιακού. Οι προτάσεις αυτές θεωρήθηκαν από αιρετικές και εμμονικές ως ακραίες.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, τον περασμένο Μάιο, μετά τη συνάντηση του Νίκου Αναστασιάδη με την απελθούσα Βρετανίδα Πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, ο Κύπριος Πρόεδρος ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ότι η κ. Μέι τον διαβεβαίωσε πως η Βρετανία είναι έτοιμη να αποχωρήσει από τη Συνθήκη Εγγυήσεως. Αν και η επίσημη ανακοίνωση της Ντάουνινγκ Στριτ δεν αναφερόταν καθόλου στο ζήτημα, δεν ήταν η πρώτη φορά που ετίθετο αυτό το τελευταίο διάστημα.
Το 2015 ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Φίλιπ Χάμοντ είχε δηλώσει, σε επίσκεψή του στο νησί, ότι η Βρετανία ήταν έτοιμη να εξετάσει οποιαδήποτε πρόταση σχετικά με τη Συνθήκη Εγγυήσεως. Εάν αυτή η -σκόπιμα ασαφής- δήλωση μετουσιωνόταν σε πολιτική, θα σήμαινε στροφή 180 μοιρών για τη βρετανική πολιτική. Όπως άλλωστε αποδεικνύουν αποχαρακτηρισμένα αρχεία του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας η Βρετανία έδινε ιδιαίτερη σημασία στο πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί να τεθεί θέμα ακύρωσης των Συνθηκών. Έδινε μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να παραμεριστεί το ζήτημα της ασυμβατότητας των Συνθηκών με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, με ειδικές οδηγίες προς τους διπλωμάτες της.
Στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις Βρετανίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Brexit το θέμα της Ιρλανδίας και της επαναφοράς του «σκληρού συνόρου» αναδεικνύεται στο σημαντικότερο εμπόδιο. Ωστόσο, η Βόρεια Ιρλανδία δεν είναι το τελευταίο απομεινάρι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μαζί με το Γιβραλτάρ, οι στρατιωτικές βάσεις στο νησί της Αφροδίτης αποτελούν κληρονομιά του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Θα μπορούσε λοιπόν να ακολουθηθεί μια πιο διεκδικητική πολιτική από πλευράς Κύπρου και Ελλάδας, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, που να θέτει το ζήτημα των βάσεων.
Μαθήματα για την Ελλάδα
Μια σύγχρονη πολυδιάστατη πολιτική, την οποία άλλωστε, από τη σύστασή του, ακολουθεί το σύγχρονο τουρκικό κράτος, δεν μπορεί να αγνοεί διδάγματα της ιστορίας. Ο πολυσέλιδος «Φάκελος Κύπρου» άνοιξε στα τέλη του 2018. Ως τώρα έχουν δημοσιοποιηθεί οκτώ φάκελοι. Αυτό θα έπρεπε να αποτελέσει αφορμή για μια ιστορική συζήτηση που θα εξέταζε την ελληνική εξωτερική πολιτική ως προς το Κυπριακό. Ο σχεδιασμός του πραξικοπήματος Ιωαννίδη, οι κενές διαβεβαιώσεις του Κίσινγκερ κ.λπ. οφείλουν να εξεταστούν. Ωστόσο, πέρα από μικροπολιτικές αντιδράσεις, το άνοιγμα των φακέλων δεν έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Η ουσία πολλές φορές σκόπιμα συσκοτίζεται. Το σημερινό αδιέξοδο, όπως άλλωστε και η τραγωδία της Κύπρου, είναι απόρροια όχι (μόνο) συγκρουόμενων εθνικισμών αλλά κυρίως ιμπεριαλιστικών πολιτικών. Η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να αντλήσει διδάγματα από την ιστορία. Ο 21ος αιώνας έχει ήδη καταδείξει ότι ο «αμερικανικός αιώνας» είναι πλέον παρελθόν. Το επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομικής και -σταδιακά- πολιτικής ισχύος μεταφέρεται ολοένα και γρηγορότερα στις νέες ανερχόμενες δυνάμεις της «Ανατολής» και του «Παγκόσμιου Νότου».
*Επίκουρη Καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών & Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν. Το άρθρο γράφτηκε για το ΕΝΑ