Οικονομία

Αύξησε πάλι τα επιτόκια η ΕΚΤ, ακριβότερο χρήμα για μεγάλη περίοδο


Την είσοδο της ευρωπαϊκής οικονομίας σε μια μακρά περίοδο ακριβού χρήματος προαναγγέλλει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που ανακοίνωσε νέα αύξηση των επιτοκίων της κατά 0,50%, αλλά ταυτόχρονα αναθεώρησε δραματικά τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό και πλέον εκτιμά ότι θα παραμείνει ακόμη και το 2025 πάνω από τον στόχο του 2%, κάτι που σημαίνει ότι είναι επιβεβλημένη η διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα για μεγάλη χρονική περίοδο.

Παρότι η ΕΚΤ ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες της αγοράς για μια μείωση του ρυθμού αύξησης των επιτοκίων, με μια «δόση» κατά 0,50%, αντί του 0,75%, η ανακοίνωση του συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας είναι πολύ πιο αυστηρή από το αναμενόμενο, καθώς αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για αρκετές ακόμη αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2023.

Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση της ΕΚΤ, «το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης και, σύμφωνα με τη σημαντική αναθεώρηση προς τα πάνω των προοπτικών για τον πληθωρισμό, αναμένει ότι θα τα αυξήσει περαιτέρω. Πιο συγκεκριμένα, το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ότι τα επιτόκια θα πρέπει ακόμη να αυξηθούν σημαντικά με σταθερό ρυθμό προκειμένου να διαμορφωθούν σε επίπεδα που είναι επαρκώς περιοριστικά για να διασφαλιστεί η έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%».

Σημειώνεται ότι ήδη αυτός ο γύρος αύξησης των επιτοκίων έχει οδηγήσει σε μια σωρευτική αύξησή τους από το καλοκαίρι κατά 2,50%, την οποία το συμβούλιο εξακολουθεί να θεωρεί ως ανεπαρκή για να χτυπηθεί ο πληθωρισμός, καθώς οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ είναι πολύ πιο απαισιόδοξες. Εκτιμάται, ειδικότερα, ότι σε όλη τη μεσοπρόθεσμη περίοδο πρόβλεψης (τρία χρόνια) ο πληθωρισμός θα παραμείνει πάνω από τον στόχο. Όπως σημειώνει η ΕΚΤ, « οι εμπειρογνώμονες του Ευρωσυστήματος έχουν αναθεωρήσει σημαντικά προς τα πάνω τις προβολές τους για τον πληθωρισμό. Θεωρούν τώρα ότι ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί σε 8,4% το 2022 και στη συνέχεια θα υποχωρήσει σε 6,3% το 2023, καθώς ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σημαντικά στη διάρκεια του έτους. Στη συνέχεια, ο πληθωρισμός αναμένεται, βάσει των προβολών, να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 3,4% το 2024 και 2,3% το 2025».

Παράλληλα με την αύξηση των επιτοκίων, η ΕΚΤ «σφίγγει τα λουριά» της οικονομικής δραστηριότητας και από μια ακόμη πλευρά. Αποφασίσθηκε ότι θα μειώσει το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που έχει δημιουργήσει με το πρώτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το APP, με ρυθμό 15 δισ. ευρώ τον μήνα από την 1η Μαρτίου. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα δεν επηρεάζεται από αυτή την απόφαση, καθώς τα ελληνικά ομόλογα που έχει αγοράσει η ΕΚΤ αποκτήθηκαν με βάση το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την περίοδο της πανδημίας (PEPP).

Η ανακοίνωση του συμβουλίου της ΕΚΤ

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης και, σύμφωνα με τη σημαντική αναθεώρηση προς τα πάνω των προοπτικών για τον πληθωρισμό, αναμένει ότι θα τα αυξήσει περαιτέρω. Πιο συγκεκριμένα, το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ότι τα επιτόκια θα πρέπει ακόμη να αυξηθούν σημαντικά με σταθερό ρυθμό προκειμένου να διαμορφωθούν σε επίπεδα που είναι επαρκώς περιοριστικά για να διασφαλιστεί η έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα θα μειώσει με την πάροδο του χρόνου τον πληθωρισμό περιορίζοντας τη ζήτηση και θα αποτρέψει επίσης τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα στοιχεία και να ακολουθούν μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.

Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ είναι το πρωταρχικό εργαλείο που διαθέτει το Διοικητικό Συμβούλιο για τον καθορισμό της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής. Το Διοικητικό Συμβούλιο συζήτησε επίσης σήμερα αρχές για την εξομάλυνση των διακρατούμενων από το Ευρωσύστημα τίτλων για σκοπούς νομισματικής πολιτικής. Από τις αρχές του Μαρτίου 2023 και μετά, το χαρτοφυλάκιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) θα μειωθεί με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν θα επανεπενδύει όλα τα ποσά από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους. Η μείωση θα διαμορφωθεί σε 15 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος του β΄ τριμήνου του 2023 και στη συνέχεια ο ρυθμός της θα καθορίζεται με την πάροδο του χρόνου.

Κατά τη συνεδρίασή του που θα πραγματοποιηθεί τον Φεβρουάριο, το Διοικητικό Συμβούλιο θα ανακοινώσει τις λεπτομερείς παραμέτρους σχετικά με τη μείωση των τίτλων που διακρατούνται στο πλαίσιο του προγράμματος APP. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα επανεξετάζει τακτικά τον ρυθμό μείωσης του χαρτοφυλακίου του προγράμματος APP για να διασφαλίσει ότι εξακολουθεί να συμβαδίζει με τη συνολική στρατηγική και κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, να διαφυλάξει τη λειτουργία της αγοράς και να διατηρήσει υπό αυστηρό έλεγχο τις βραχυπρόθεσμες συνθήκες της αγοράς χρήματος. Μέχρι το τέλος του 2023, το Διοικητικό Συμβούλιο θα επανεξετάσει επίσης το λειτουργικό πλαίσιο που εφαρμόζει για τον επηρεασμό των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, που θα παρέχει πληροφορίες σε σχέση με το καταληκτικό σημείο της διαδικασίας εξομάλυνσης του ισολογισμού.

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα επιτόκια και αναμένει ότι θα τα αυξήσει σημαντικά περαιτέρω, επειδή ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι υπερβολικά υψηλός και θα παραμείνει, σύμφωνα με τις προβολές, σε επίπεδα πάνω από τον στόχο για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο πληθωρισμός ήταν 10,0% τον Νοέμβριο, ελαφρά χαμηλότερος από το 10,6% που καταγράφηκε τον Οκτώβριο. Η μείωση οφειλόταν κυρίως στον χαμηλότερο πληθωρισμό των τιμών της ενέργειας. Ο πληθωρισμός των τιμών των ειδών διατροφής και οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές σε ολόκληρη την οικονομία έχουν ενισχυθεί και θα επιμείνουν για κάποιο χρονικό διάστημα. Εν μέσω εξαιρετικής αβεβαιότητας, οι εμπειρογνώμονες του Ευρωσυστήματος έχουν αναθεωρήσει σημαντικά προς τα πάνω τις προβολές τους για τον πληθωρισμό. Θεωρούν τώρα ότι ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί σε 8,4% το 2022 και στη συνέχεια θα υποχωρήσει σε 6,3% το 2023, καθώς ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σημαντικά στη διάρκεια του έτους. Στη συνέχεια, ο πληθωρισμός αναμένεται, βάσει των προβολών, να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 3,4% το 2024 και 2,3% το 2025. Ο πληθωρισμός χωρίς την ενέργεια και τα είδη διατροφής αναμένεται, βάσει των προβολών, να διαμορφωθεί σε 3,9% κατά μέσο όρο το 2022 και να αυξηθεί σε 4,2% το 2023 και στη συνέχεια να υποχωρήσει σε 2,8% το 2024 και 2,4% το 2025.

Η οικονομία της ζώνης του ευρώ μπορεί να συρρικνωθεί το τρέχον τρίμηνο και το επόμενο τρίμηνο, λόγω της ενεργειακής κρίσης, της υψηλής αβεβαιότητας, της εξασθένησης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, η ύφεση θα είναι σχετικά βραχύβια και ήπια. Ωστόσο, η ανάπτυξη αναμένεται να είναι υποτονική το επόμενο έτος και έχει αναθεωρηθεί σημαντικά προς τα κάτω σε σύγκριση με τις προηγούμενες προβολές. Πέραν του βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, η ανάπτυξη αναμένεται, βάσει των προβολών, να ανακάμψει καθώς οι τρέχοντες αντίξοοι παράγοντες θα εξασθενούν. Συνολικά, σύμφωνα με τις προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, η οικονομία θα αναπτυχθεί πλέον με ρυθμό 3,4% το 2022, 0,5% το 2023, 1,9% το 2024 και 1,8% το 2025.

Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 2,50%, 2,75% και 2,00% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 21 Δεκεμβρίου 2022.

Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP) και έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP)

Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου 2023. Στη συνέχεια, το χαρτοφυλάκιο του προγράμματος APP θα μειωθεί με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν θα επανεπενδύει όλα τα ποσά από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους. Η μείωση θα διαμορφωθεί σε 15 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος του β΄ τριμήνου του 2023 και στη συνέχεια ο ρυθμός της θα καθορίζεται με την πάροδο του χρόνου.

Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.

Πράξεις αναχρηματοδότησης

Καθώς οι τράπεζες θα αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument -–TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμιστούν ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για τη σταθερότητα των τιμών.