Όλο και περισσότεροι επιχειρηματίες -και πρωτίστως όσοι δεν έχουν περιουσία μεγάλης αξίας- στρέφονται στη λύση της πτώχευσης με βάση τον νέο πτωχευτικό νόμο, αναζητώντας μια διέξοδο που θα τους επιτρέψει να απαλλαγούν -οι ίδιοι και οι κληρονόμοι τους- από χρέη, αλλά και να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία, δηλαδή τη δυνατότητα να επανέλθουν κανονικά σε οικονομική δραστηριότητα.
Τα δικαστήρια εκδίδουν όλο και περισσότερες αποφάσεις με βάση αυτές τις διατάξεις του πτωχευτικού νόμου το τελευταίο διάστημα, όπως αναφέρουν νομικοί. Μάλιστα, πολύ ευέλικτες είναι οι διαδικασίες όταν πρόκειται για πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου, δηλαδή όταν η αξία της περιουσίας του οφειλέτη δεν ξεπερνά τα 350.000 ευρώ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αιτήσεις εξετάζονται από το Ειρηνοδικείο.
Απόφαση που εκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες από το Ειρηνοδικείο Πειραιά, για παράδειγμα, κάνει δεκτή την αίτηση πτώχευσης επιχειρηματία, ο οποίος συμμετείχε ως ομόρρυθμος εταίρος σε εταιρεία και αποχώρησε στις 22 Ιουλίου 2020. Ο οφειλέτης είχε στην κυριότητα του ένα μικρό διαμέρισμα αξίας 47.000 ευρώ και μετά τη λήξη της επιχειρηματικής του δραστηριότητας εργάζεται ως υπάλληλος με μισθό 567 ευρώ. Με την απόφαση του δικαστηρίου δρομολογήθηκε η διαγραφή εντός τριετίας χρεών που ξεπερνούν τα 135.000 ευρώ, δηλαδή είναι σχεδόν τριπλάσια της αξίας του διαμερίσματος που θα χάσει ο οφειλέτης.
Η πτώχευση, με ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη έρχεται όταν βρίσκεται σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του. Εφόσον κηρυχθεί πτωχός απαλλάσσεται ολοκληρωτικά από τα χρέη του, ενώ το χρέος δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του και ο ίδιος έχει μια δεύτερη ευκαιρία να επανέλθει στην ενεργό οικονομική δράση.
Η διαγραφή των χρεών του οφειλέτη επέρχεται αυτοδικαίως μετά την παρέλευση τριών ετών από την πτώχευση, εκτός εάν γίνει δεκτή προσφυγή από πιστωτή και κρίνει το δικαστήριο ότι δεν θα πρέπει να διαγραφούν τα χρέη. Η απαλλαγή δίνεται εφόσον ο οφειλέτης δεν έχει περιουσία στο όνομά του. Αν εισφέρει στην πτωχευτική περιουσία στοιχεία σημαντικής αξίας που υπερβαίνουν σε αξία το 10%των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των 100.000 ευρώ, η περίοδος απαλλαγής μειώνεται στο ένα έτος.
Στα τρία χρόνια της περιόδου απαλλαγής ο πτωχός υποχρεούται να καταβάλει στους πιστωτές του μέρος του ετήσιου εισοδήματός του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Όταν τα εισοδήματα είναι χαμηλά, όπως στην περίπτωση του επιχειρηματία που προαναφέρθηκε, δηλαδή δεν ξεπερνούν το όριο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, ο οφειλέτης δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει καταβολές στη διάρκεια της τριετίας.
Αν δεν είναι ο ίδιος ο οφειλέτης έμπορος αλλά μέτοχος ή μέλος Δ.Σ. ή διευθύνων σύμβουλος μιας Α.Ε. και έχει παράσχει εγγυήσεις σε πιστωτικά ιδρύματα για το δανεισμό της επιχείρησης, μπορεί επίσης να απαλλαγεί από τα τραπεζικά του χρέη.
Ο πιστωτής που θα προσφύγει στο δικαστήριο με σκοπό να εμποδίσει την απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη του θα πρέπει να αποδείξει ότι η πτώχευση οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη ή ότι ο οφειλέτης δεν επέδειξε καλή πίστη είτε κατά την κήρυξη της πτώχευσης είτε και κατά τη διάρκειά της, ή ότι δεν έχει υπάρξει συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης ή ότι έχει δολίως αποκρύψει εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή ότι εκκρεμεί ποινική δίωξη εναντίον του ή έχει καταδικαστεί για κάποια από τις πράξεις που αναφέρει ο νόμος (κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση δανειστών κτλ).