Οικονομία

Αχτσιόγλου: Στόχος η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων


Τη σημασία που έχει η συζήτηση επί του παρόντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων όσο και του επιπέδου των μισθών και δη του κατώτατου μισθού, τόνισε η Έφη Αχτσιόγλου. 

Ειδικότερα, η Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,  βρίσκεται στη Σόφια προκειμένου να συμμετάσχει στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διεξάγεται το διήμερο 17-18 Απριλίου 2018.

Στο πλαίσιο της συζήτησης για τη συνεισφορά του κοινωνικού διαλόγου στηναύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων αλλά και στην ουσιαστική εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, η Υπουργός Εργασίας υπογράμμισε τη σημασία που έχει η συζήτηση επί του παρόντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων όσο και του επιπέδου των μισθών και δη του κατώτατου μισθού.

«Ακριβώς επειδή κατά τη διάρκεια της κρίσης, το κύριο μέσο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την ώθηση της ανάπτυξης υπήρξε η εσωτερική υποτίμηση, η οποία επικεντρώθηκε στη μείωση του κόστους εργασίας, έχει σημασία σήμερα να επανεξετάσουμε τους δύο αυτούς πυλώνες της αγοράς εργασίας από κοινού», επισήμανε η κα Αχτσιόγλου.

Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση του υπουργείου η κα Αχτσιόγλου περιγράφοντας την ελληνική πραγματικότητα, αναφέρθηκε στην κατάρρευση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του δεύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και περιέγραψε εκτενώς τις επιπτώσεις για τον κόσμο της εργασίας: «Το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας μειώθηκε από το 80% στο 30%, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 27% συνολικά και πάνω από 50% στους νέους, ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εργαζομένων που κινδυνεύουν με φτώχεια ή και υλική στέρηση».

Η κ. Αχτσιόγλου κατέδειξε ως ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι θεσμοί απομακρύνονται από την εσφαλμένη θέση ότι ένα οργανωμένο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων και θεσμικών εγγυήσεων για αξιοπρεπείς μισθούς μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση. «Παρατηρούμε ότι ολοένα και περισσότεροι θεσμοί αναγνωρίζουν πλέον πως η εσωτερική υποτίμηση αποδείχθηκε όχι απλώς κοινωνικά άδικη αλλά και οικονομικά αναποτελεσματική, ενώ φαίνεται να αναγνωρίζουν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο βελτίωσης της παραγωγικότητας των εργαζομένων».

Αναφερόμενη στην ελληνική αγορά εργασίας και στην προσπάθεια της κυβέρνησης για την επαναρρύθμισή της, η Υπουργός Εργασίας υπενθύμισε ότι τον Αύγουστο του 2018 θα επανέλθουν οι δύο βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης, ενώ αναφέρθηκε και στη στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης για επανεξέταση του επιπέδου του κατώτατου μισθού στη χώρα, μετά το τέλος του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και δεδομένης της βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, καλωσόρισε την πρωτοβουλία που έχει αναλάβει η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC) να ξεκινήσει έναν ευρύ διάλογο σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την προς τα άνω σύγκλιση των μισθών στην ΕΕ, προκειμένου να υπάρξει μια δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου και του εισοδήματος και να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή, ενώ υπογράμμισε την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στην ευρωπαϊκή αυτή καμπάνια.