«Όσο σημαδιακό ήταν για την ακραία λιτότητα του νεοφιλελευθερισμού το 2012 που Μητσοτάκης και Γεννηματά κάνουν ότι δεν θυμούνται, τόσο εμβληματική είναι η χθεσινή αύξηση του κατώτατου και η κατάργηση του υποκατώτατου, που στηρίζει και η τεράστια πλειοψηφία των εργοδοτών παρά την θλιβερή απουσία της ΓΣΕΕ από τον διάλογο», υπογράμμισε η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας Στο Κόκκινο, ενώ σημείωσε πως «προσαυξάνονται κανονικά και οι τριετίες, που θα υπολογίζονται με τον νέο κατώτατο, όπως και 24 επιδόματα που συνδέονται με αυτόν, όπως το επίδομα ανεργίας, η παροχή μητρότητας κτλ».
Συγκεκριμένα, η κ. Αχτσιόγλου τόνισε: «Ξεκινάμε να επιστρέφουμε στους εργαζόμενους όσα απώλεσαν την περίοδο της κρίσης, κυρίως όσα τους αφαίρεσαν οι πολιτικές της λιτότητας. Με αρνητικούς όρους, η πλέον χαρακτηριστική στιγμή των πολιτικών λιτότητας ήταν το 2012, όταν με πράξη του τότε υπουργικού συμβουλίου ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% και δημιουργήθηκε ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους. Όσο σημαδιακή ήταν εκείνη η στιγμή για την ακραία συνταγή της λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόστηκαν στην χώρα, τόσο εμβληματική ήταν η χθεσινή απόφαση για αλλαγή σελίδας, την νέα εποχή που ξημερώνει για τους εργαζόμενους. Είναι και πρακτικής αξίας όμως, εκτός του συμβολικού της χαρακτήρα, είναι μία αύξηση σημαντική και δη για τους νέους, 27% στον μισθό τους».
Παράλληλα, επεσήμανε πως η Νέα Δημοκρατία ως «κυβέρνηση προχώρησε στην μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% και θέσπισε τον υποκατώτατο μισθό των νέων. Ο κ. Μητσοτάκης, δεν τον έχουν ενημερώσει σωστά; Δεν θυμάται ο άνθρωπος ότι η δική του κυβέρνηση τον θέσπισε; Κάνει ότι είναι κάτι καινούργιο», συμπληρώνοντας ότι το 2012 «πήρε σειρά από άλλα μέτρα, ξήλωσαν κυριολεκτικά το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της εργασίας. Μεταξύ αυτών ήταν και η διάλυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην χώρα. Ακόμη και σήμερα ο αρμόδιος τομεάρχης της ΝΔ υποστηρίζει ότι αυτές ήταν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις με σημαντική επίδραση στην βελτίωση της αγοράς εργασίας. Είναι το λιγότερο υποκριτικό λοιπόν την στιγμή που γίνεται αύξηση, να λέει ότι ήταν προαποφασισμένοι αυτοί να το κάνουν … ο λόγος που το λένε είναι γιατί επί δικής τους διακυβέρνησης, το νομοθέτημα που περιέγραφε την αύξηση του κατώτατου μισθού, που με σαφήνεια έγραφε ότι η διαδικασία δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν το τέλος των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Τώρα προσπαθούν να δημιουργήσουν εντυπώσεις από το μηδέν, αλλά υπάρχουν και τα πεπραγμένα, όχι μόνο όσα λέει κανείς».
Η υπουργός Εργασίας μίλησε και για τη στάση του ΚΙΝΑΛ, σημειώνοντας: «Όταν το 2012 γίνεται η μείωση του κατώτατου από την τότε συγκυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Παπαδήμο, η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία ταυτόχρονα καταργούντο και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, αποτελούσε και το τελικό σημείο που προκάλεσε την οριστική διάλυση του τότε ΠΑΣΟΚ. Ήταν τόσο στιγματιστική κίνηση για έναν χώρο που θέλει να φέρει έστω και στο όνομά του την σοσιαλιστική προοπτική, που προκάλεσε την οριστική ρήξη αυτής της παράταξης».
Εν συνεχεία, υπογράμμισε την «απόκλιση» μεταξύ των θέσεων των εργοδοτικών οργανώσεων, καθώς «από την πλευρά του ΣΕΒ είχαμε μία τοποθέτηση ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει αύξηση μισθών ή αν γίνει να είναι της τάξης του 1%-2%. Από την άλλη, τους μικρομεσαίους εργοδότες που πολύ ορθά εντοπίζουν ότι η αύξηση των μισθών ιδίως σε μία οικονομία όπως η ελληνική, με μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις τονώνει την ζήτηση, την κατανάλωση, κάτι εξαιρετικά σημαντικό για την ανάπτυξη και της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα τελικά στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Βιώσαμε το αντίστροφο το 2012, όταν κόβεται ο μισθός απότομα, την αμέσως επόμενη χρονιά η ανεργία εκτινάσσεται στο 28%, τότε, η επίκληση ήταν ότι μειώνονται οι μισθοί για να συγκρατηθεί το εργατικό κόστος και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο εργαζόμενοι δεν εργάζονται στους εξαγωγικούς κλάδους, αλλά σε μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις».
Σχετικά με την ΓΣΕΕ δήλωσε ότι «για την στάση που κράτησε στον κοινωνικό διάλογο. Δεν προσήλθε στον κοινωνικό διάλογο και αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεν είναι αμελητέο. Πέραν του πολιτικού σχολιασμού, πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η εργατική πλευρά δεν είχε εκπροσώπηση στον κοινωνικό διάλογο για τον μισθό, προσήλθαν μόνο οι εργοδότες. Είναι εξαιρετικά θλιβερό γεγονός, είναι η ανώτατη συνομοσπονδία εργαζόμενων στη χώρα, δεν υπάρχει άλλο αντιπροσωπευτικό όργανο σε τριτοβάθμιο επίπεδο, να έρθει να συζητήσει για τον μισθό. Είναι ένα εξαιρετικά προβληματικό ζήτημα».
Αυξήσεις στα επιδόματα
«Για εμάς, πάντα ο στόχος παραμένουν τα €751 και το συντομότερο δυνατό … ωστόσο τα βήματα αυτά πρέπει να γίνονται προσεκτικά, λελογισμένα, παρατηρώντας τις εξελίξεις και μετατοπίσεις στην αγορά εργασίας … προς το παρόν, ας μείνουμε στην χθεσινή αύξηση, που είναι σημαντική, δεν είναι μικρό το 11% και προφανώς το 27% για τους νέους», τόνισε η κ. Αχτσιόγλου, προσθέτοντας πως «οι διαμορφωμένες τριετίες προσαυξάνονται κανονικά. είναι μία αύξηση του μισθού ανάλογα με τα χρόνια που είναι κανείς στο επάγγελμα. Η πρώτη έχει αύξηση 10%, η δεύτερη 20%, η Τρίτη 30% και εκεί σταματάει, τα ποσοστά αυτά δεν θα υπολογίζονται πλέον επί των €586 αλλά επί των €650», ενώ «εν συνεχεία προστίθενται τυχόν επιδόματα που μπορεί να λαμβάνει, όπως π.χ. το επίδομα γάμου», ενώ αυξάνονται και 24 επιδόματα που συνδέονται με τον κατώτατο, όπως «το επίδομα ανεργίας που θα είναι πλέον στα €400 μηνιαίως, η παροχή μητρότητας που είναι ίση με τον κατώτατο μισθό άρα πλέον θα είναι στα €650 ευρώ … μία σειρά από άλλα».
Επιπλέον, θα αυξηθούν κανονικά και οι αποδοχές στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας όπου ο μισθός είναι ίσος με τον κατώτατο, «απλώς χρειάζεται από την πλευρά του υπουργείου μία νομοθετική ρύθμιση που θα έρθει πολύ σύντομα στην Βουλή … Η αμοιβή θα δοθεί από τον ΟΑΕΔ κανονικά στο νέο επίπεδο. Αν τυχόν υπάρξει καθυστέρηση ενός μήνα, θα δοθούν αναδρομικά», διευκρίνισε.
Για την στάση των θεσμών αναφορικά με τις παραπάνω παρεμβάσεις, ανέφερε ότι «η πρόθεση και το χρονικό σημείο αύξησης του κατώτατου τους είχε γνωστοποιηθεί από τον Σεπτέμβριο. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είχαν τοποθετηθεί κατ’ αρχήν θετικά στην αύξηση του κατώτατου, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να είναι “προσεκτική”. Όταν ήρθαν στην Αθήνα ανταλλάξαμε σειρά από οικονομικά και νομικά επιχειρήματα. Η τάση τους -όπως και στην Πορτογαλία- ήταν να είναι συμβουλευτικοί προς την χαμηλότερη αύξηση, αλλά δεν μπήκαμε σε νούμερα».
«Σε κάθε περίπτωση,γίνεται πια σεβαστό και από τους ίδιους ότι η χώρα μας δεν βρίσκεται σε καθεστώς μνημονίου. Αυτές οι συζητήσεις έχουν περισσότερο συμβουλευτικό χαρακτήρα και ενημέρωσης. Οι πολιτικές αποφάσεις βρίσκονται στην απόλυτη κυριαρχική μας αρμοδιότητα και αυτό το επιβεβαιώνουν και οι ίδιοι. Δεν τίθεται θέμα διαπραγμάτευσης ή ανάγκης απόλυτης συμφωνίας, κτλ.», κατέληξε η υπουργός Εργασίας.