Επιχειρήσεις

Ατολμες οι τράπεζες με τα «κόκκινα» δάνεια


Η χώρα ολοκληρώνει, σε λίγους μήνες, το τρίτο κατά σειρά μνημονιακό πρόγραμμα προσαρμογής, αλλά τα στοιχεία για τα προβληματικά δάνεια του τραπεζικού συστήματος δεν παύουν να προκαλούν απογοήτευση. Τα «κόκκινα» δάνεια εξακολουθούν να αντιστοιχούν στο ήμισυ των τραπεζικών χαρτοφυλακίων χορηγήσεων, παραλύοντας τη λειτουργία των τραπεζών, την ώρα που η οικονομία χρειάζεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να παίξουν το ρόλο τους, παρέχοντας ρευστότητα στον ιδιωτικό τομέα.

Του Γρηγόρη Σαμπάνη*

Οι τραπεζίτες μας οφείλουν να κάνουν την αυτοκριτική τους και να διδαχθούν από τα λάθη τους στη διαχείριση αυτού του άκρως σημαντικού προβλήματος. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι κλήθηκαν να διαχειριστούν μια σύνθετη, πρωτοφανή κρίση, για την οποία δεν θα μπορούσαν να έχουν προετοιμασθεί. Η κατάρρευση της οικονομίας, με μείωση του ΑΕΠ κατά 25%, σε συνδυασμό με τις ελληνικές «ιδιαιτερότητες» (θεσμικές δυσλειτουργίες και ανεπάρκειες σε πολλά επίπεδα), έκαναν πολύ δύσκολο το έργο των τραπεζιτών στην αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων.

Όμως, όλα αυτά δεν δικαιολογούν την ατολμία που έχουν δείξει για πολλά χρόνια οι τραπεζίτες στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, μια ατολμία που φθάνει να θυμίζει το λεγόμενο «σύνδρομο του ελαφιού μπροστά στους προβολείς του αυτοκινήτου»: μπροστά σε μια απειλή καταστροφής των ελληνικών τραπεζών, τα στελέχη έμοιαζαν να έχουν «παγώσει», αδυνατώντας να εφαρμόσουν σοβαρές και αποτελεσματικές στρατηγικές απεγκλωβισμού.

Αυτό διαπίστωσε - ήδη από το 2011 - ο πρώτος διαγνωστικός έλεγχος στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια, που έγινε από την BlackRock. Το πόρισμα του οίκου θα έπρεπε να έχει χτυπήσει πολλά καμπανάκια, καθώς διαπίστωσε ότι η κυρίαρχη τάση των τραπεζών στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων ήταν να παρέχουν στους δανειολήπτες ρυθμίσεις – ημίμετρα, οι οποίες απλώς μετέφεραν το πρόβλημα στο μέλλον. 

Νωρίτερα, το 2010, όταν έγινε η πρώτη προσπάθεια να μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο το δίκαιο για την προσωπική πτώχευση υπερχρεωμένων δανειοληπτών (με το γνωστό νόμο Κατσέλη), οι τράπεζες αντιμετώπισαν εντελώς εχθρικά αυτή τη ρύθμιση, ως μια ανεπίτρεπτη παρέμβαση σε ιδιωτικές σχέσεις (μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών) και συλλογικά προχώρησαν σε μποϊκοτάζ των διαδικασιών εξωδικαστικού συμβιβασμού, που προβλέπονταν από το νόμο, αφήνοντας όλες τις υποθέσεις να καταλήγουν στα δικαστήρια.

Πίσω από τις άτολμες ρυθμίσεις δανείων, που βρήκε η BlackRock, αλλά και από την εντελώς αρνητική στάση των τραπεζών έναντι του εξωδικαστικού συμβιβασμού με υπερχρεωμένους δανειολήπτες, βρίσκεται ένας κοινός παρονομαστής, που έχει να κάνει με βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος: Kατά παράδοση, οι ελληνικές τράπεζες είναι αντίθετες σε διευθετήσεις δανείων που θα τους προκαλούσαν ζημιά.

Όμως, αν αυτό είναι ένα μοντέλο που λειτουργεί σε κανονικές οικονομικές συνθήκες, ή και σε μικρές υφέσεις κυκλικού χαρακτήρα, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει σε μια οικονομία υπό γενική και παρατεταμένη κατάρρευση, όπως αυτή που βίωσε η Ελλάδα από το 2010 και πολλά χρόνια.

Ακόμη και σήμερα, οι Έλληνες τραπεζίτες εξακολουθούν να δείχνουν ατολμία στη διαχείριση του προβλήματος:

1. Έχει γίνει φανερό ότι με τα μισά δάνεια στο «κόκκινο», οι τράπεζες είναι αδύνατο να διαχειριστούν το πρόβλημα μόνες, ακόμη και αν αφιερώσουν όλο το δυναμικό τους σε αυτή την υπόθεση, μετατρεπόμενες άτυπα σε bad banks. Δυστυχώς, δεν μπορούν να περιμένουν «χείρα βοηθείας» από μια bad bank που θα δημιουργηθεί με ιδιωτικά και δημόσια κεφάλαια.

Για πολλούς λόγους, η λύση αυτή δεν έχει προκριθεί από τους δανειστές και τις εποπτικές αρχές, αν παραμένει ανοικτό ένα «παράθυρο» για λειτουργία «κακής τράπεζας» το 2019 ή το 2020 και πάντως, μετά τη λήξη των επιχειρησιακών σχεδίων, που εφαρμόζουν σήμερα οι τράπεζες για μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων. 

2. Οι τράπεζες θα μπορούσαν να βοηθηθούν ουσιαστικά από τη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς δανείων, πουλώντας δάνεια σε εξειδικευμένα funds, ώστε να επιταχύνουν την εκκαθάριση των ισολογισμών τους.

Η Τράπεζα της Ελλάδος διαπίστωσε, σε ειδική μελέτη, ότι ακόμη και αν πουλούσαν σε πολύ χαμηλή τιμή τα δύο τρίτα των χειρότερων δανείων τους (όσα δεν εξυπηρετούνται για περισσότερο από ένα χρόνο), οι τράπεζες δεν θα δέχονταν σοβαρό πλήγμα, το οποίο θα μείωνε την κεφαλαιακή τους επάρκεια κάτω από το ελάχιστο όριο του 12,5%.

Παρά ταύτα, οι τραπεζίτες προχωρούν με απελπιστικά αργούς ρυθμούς αυτές τις διαδικασίες και μόνο επειδή δέχονται ακραία πίεση από την εποπτεία. Προτιμούν να κρατούν στα χαρτοφυλάκιά τους «τοξικά» δάνεια, που δεν έχουν πληρωθεί για 360 ημέρες ή περισσότερο.

Στην τελευταία επικαιροποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων, οι τράπεζες αύξησαν κατά 70% το στόχο για πωλήσεις προβληματικών δανείων, αλλά η κινητικότητα που αναπτύσσουν ως τώρα προς την κατεύθυνση αυτή είναι μάλλον υποτονική.

3. Οι ρυθμίσεις που  προσφέρουν οι τράπεζες στους δανειολήπτες εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από ατολμία. Συνεχείς είναι οι παραινέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων και εργαλείων που προσφέρει ο κώδικας δεοντολογίας. Ομως η υπερβολική προσήλωση των τραπεζών στην ελαχιστοποίηση των απωλειών τους στο πλαίσιο μιας ρύθμισης, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για πραγματικά βιώσιμες διευθετήσεις.

Η «αυτοματοποιημένη» διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού για τη ρύθμιση οφειλών χρεωμένων, αλλά βιώσιμων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, δεν φαίνεται να προσφέρει τα αναμενόμενα. Οχι κατ’ ανάγκη με ευθύνη των τραπεζών, αλλά πάντως με τρόπο που αφήνει αναπάντητο το αρχικό ερώτημα: «Πώς θα ρυθμισθούν χρέη χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων»;

Η σημερινή κατάσταση δεν δικαιολογεί τον παραμικρό εφησυχασμό. Η πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν έδειξε ότι και το 2017 η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ελλάδα ήταν απελπιστικά αργή, την ώρα που η Κύπρος προχώρησε με πολύ ταχύτερο βηματισμό. Οι τραπεζίτες μας καλούνται επειγόντως να δείξουν τόλμη, να ξεπεράσουν μόνιμες «αγκυλώσεις» και να φέρουν αποτελέσματα, πριν γίνει το τραπεζικό σύστημα το μεγαλύτερο εμπόδιο σε μια ουσιαστική οικονομική ανάκαμψη.  

*Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών