Να τετραγωνίσει τον κύκλο κατάφερε ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους τα τελευταία χρόνια. Ενώ τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εκτινάχθηκαν από το καλοκαίρι του 2022 και μετά στα υψηλότερα επίπεδα από την κυκλοφορία του ευρώ, ο ΟΔΔΗΧ έχει πετύχει να μειώσει το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Ο γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ, Δημήτρης Τσάκωνας είχε αυτή την επιτυχία με μια εύστοχη κίνηση στην αγορά, που έγινε έγκαιρα, πριν αρχίσει η ΕΚΤ να αυξάνει τα επιτόκιά της. Ειδικότερα, προχώρησε στο λεγόμενο over hedging μέσω συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swaps), το ύψος των οποίων ξεπερνούσε τον κίνδυνο από τα κυμαινόμενα επιτόκια που ήθελε ο ΟΔΔΗΧ να καλύψει.
Με απλά λόγια, ο ΟΔΔΗΧ όχι μόνο κάλυψε τον κίνδυνο αύξησης των επιτοκίων, αλλά πήρε πίσω και ένα μικρό κέρδος, αφού το ποσοστό υπερκάλυψης ήταν 105%. Αυτό το κέρδος επέτρεψε να μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, παρότι τα ευρωπαϊκά επιτόκια εκτινάχθηκαν σε επίπεδο ρεκόρ.
Η στρατηγική του ΟΔΔΗΧ στην κάλυψη του επιτοκιακού κινδύνου με διαδοχικά swaps ομολόγων και επιτοκίων, αρχής γενομένης από το swap των ομολόγων του PSI που έγινε το 2017 και ουσιαστικά επανέφερε τα ελληνικά ομόλογα στην αγορά, έχει αναγνωρισθεί από οίκους αξιολόγησης ως ένας από τους παράγοντες που συνέβαλε στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα.
Όταν ο οίκος DBRS έγινε, πέρυσι το φθινόπωρο, ο πρώτος που απέδωσε και πάλι στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, ανέφερε ως έναν από τους λόγους της αναβάθμισης την «προληπτική» προσέγγισή από τον ΟΔΔΗΧ στη διαχείριση του χρέους. Η S&P, αντίστοιχα, ανέφερε ότι το «εκτεταμένο πρόγραμμα swaps του ΟΔΔΗΧ αναμένεται να μειώσει τις ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους της Ελλάδας κατά περίπου 1,2 δισ. ευρώ σε κάθε ένα από τα επόμενα χρόνια».
Στο νεότερο δελτίο του ΟΔΔΗΧ για το δημόσιο χρέος, που εκδόθηκε χθες, φαίνεται καθαρά το αποτέλεσμα αυτής της προληπτικής προσέγγισης στη διαχείριση του χρέους. Το χρέος, σε ονομαστικούς όρους (διότι ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται, χάρη στην ανάπτυξη της οικονομίας) έμεινε λίγο πολύ σταθερό, στα επίπεδα των 356 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας μια πολύ μικρή μείωση μεταξύ 2022, 2023 και πρώτου τριμήνου 2024.
Σε μια περίοδο υψηλών επιτοκίων, το ελληνικό χρέος έχει στο σύνολό του (100%) σταθερά επιτόκια. Παράλληλα, έχει πολύ μεγάλη μέση σταθμική διάρκεια, που ξεπερνά τα 19 έτη και δεν έχει αυξηθεί σημαντικά, παρότι το Δημόσιο προχώρησε το 2023 σε αρκετές νέες εκδόσεις ομολόγων μικρότερης διάρκειας από τον μέσο όρο του συνολικού χρέους.
Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μειώθηκε αντί να αυξηθεί: από 1,44% το 2022, έπεσε στο 1,34% το 2023 και στο 1,33% το πρώτο τρίμηνο του 2024. Ο ΟΔΔΗΧ σημειώνει ότι ο υπολογισμός γίνεται σε ταμειακή βάση, συμπεριλαμβανομένων των swaps.
Μέσα στην περίοδο της αύξησης των επιτοκίων, εξάλλου, με τη βοήθεια βεβαίως και της δημοσιονομικής πολιτικής που άσκησε το υπουργείο Οικονομικών, αυξήθηκαν σημαντικά τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα της Γενικής Κυβέρνησης, το «μαξιλάρι» ρευστότητας του Ελληνικού Δημοσίου, εκ του οποίου περίπου 16 δισ. είναι δεσμευμένα, βάσει συμφωνίας με τους Ευρωπαίους, για πιθανές ανάγκες κάλυψης της εξυπηρέτησης του χρέους.
Ειδικότερα, τα ταμειακά διαθέσιμα αυξήθηκαν από 31,5 δισ. στο τέλος του 2022 στα 35,6 δισ. στο τέλος πρώτου τριμήνου 2024, μια αύξηση που ξεπέρασε τα 4 δισ. ευρώ. Έτσι, το καθαρό χρέος, δηλαδή μετά την αφαίρεση των ταμειακών διαθεσίμων, μειώθηκε από 325,3 σε 320,4 δισ. ευρώ.
Το ιστορικό της διαχείρισης του χρέους μετά το PSI
Ο δανεισμός με κυμαινόμενα επιτόκια ήταν μια «πληγή» στη διαχείριση του ελληνικού δημοσίου χρέους για αρκετά χρόνια και θα προκαλούσε σοβαρές επιβαρύνσεις στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους από το 2022 και μετά, όταν η ΕΚΤ υποχρεώθηκε να αυξήσει τα επιτόκια για να ελέγξει τον πληθωρισμό.
Μέχρι και το 2017, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους, περίπου 70%, είχε κυμαινόμενο επιτόκιο. Το 2017 έγινε με μεγάλη επιτυχία η ανταλλαγή ομολόγων που είχαν εκδοθεί μέσω του PSI για το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και το ποσοστό του χρέους με κυμαινόμενο επιτόκιο έπεσε απότομα στο 11% το 2018.
Η πορεία μείωσης του χρέους κυμαινόμενου επιτοκίου συνεχίσθηκε τα επόμενα χρόνια, για να φθάσουμε στο 2022, δηλαδή στη χρονική στιγμή όπου άρχισαν να αυξάνονται τα επιτόκια, με τον ΟΔΔΗΧ να έχει προχωρήσει έγκαιρα σε μία ακόμη σημαντική κίνηση: όσα ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου είχαν μείνει στο ελληνικό χρέος καλύφθηκαν με το παραπάνω (σε ποσοστό 105%) με πράξεις αντιστάθμισης κινδύνου (συμβόλαια ανταλλαγής επιτοκίων). Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: τα επιτόκια αυξάνονταν, αλλά το Ελληνικό Δημόσια αντί να επιβαρύνεται «έγραφε» και μικρό κέρδος, μέσα από την υπεραντιστάθμιση του επιτοκιακού κινδύνου (over- hedging).