Τζίρο που μπορεί να ξεπεράσει τα 20 δισ. ευρώ θα πραγματοποιήσουν οι εταιρείες του κατασκευαστικού τομέα εάν υλοποιηθούν κανονικά τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης έως και το 2026. Όμως, για να φθάσουν στο... ψητό της ολοκλήρωσης των έργων, οι εταιρείες θα χρειασθούν μεγάλα ποσά πρόσθετου δανεισμού, έως και 1,77 δισ. ευρώ, ενώ ήδη αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες στην έκδοση εγγυητικών επιστολών από τις τράπεζες.
Ο πακτωλός από τα νέα έργα δημιουργεί πολύ υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες για τις εταιρείες. Σύμφωνα με το μοντέλο που χρησιμοποιεί το ΙΟΒΕ για τους σχετικούς υπολογισμούς, μία αύξηση των πωλήσεων κατά €1,0 εκατ. προκαλεί κατά μέσο όρο:
- Αύξηση των βραχυπρόθεσμων δανείων κατά €17 χιλ. για τις πολύ μικρές, κατά €14 χιλ. για τις μικρές και κατά €66 χιλ. για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.
- Αύξηση των μακροπρόθεσμων δανείων κατά €52 χιλ. για τις πολύ μικρές, κατά €111 χιλ. για τις μικρές και κατά €161 χιλ. για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.
Την περίοδο 2023 - 2026, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι κύκλος εργασιών θα διπλασιαστεί και θα ανέλθει σε 21,4 δισ. ευρώ το 2026, εφόσον απορροφηθεί το σύνολο των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (επιχορηγήσεις και δάνεια) που έχει θεωρηθεί ότι θα κατευθυνθεί σε κατασκευαστικά έργα.
Η προσδοκώμενη αύξηση του κύκλου εργασιών των τεχνικών και μελετητικών επιχειρήσεων, θα τροφοδοτήσει και την αύξηση του τραπεζικού δανεισμού, τονίζει το ΙΟΒΕ. τους, σύμφωνα με τα οικονομετρικά αποτελέσματα του παρόντος κεφαλαίου. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι ο συνολικός καθαρός βραχυπρόθεσμος δανεισμός των επιχειρήσεων του τομέα την περίοδο 2023-2026 θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 239 έως 434 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, εκτιμάται ότι ο συνολικός καθαρός μακροπρόθεσμος δανεισμός θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 733 έως 1,34 δισ. ευρώ.
Για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, η αύξηση των μακροπρόθεσμων τραπεζικών δανείων κυμαίνεται από 131 έως 239 εκατ. ευρώ, που αντιπροσωπεύει το 18% της συνολικής αύξησης. Οι μικρές επιχειρήσεις συγκεντρώνουν το 26%, οι μεσαίες το 22% και οι μεγάλες το 34% της συνολικής εκτιμώμενης αύξησης του μακροπρόθεσμου τραπεζικού δανεισμού.
Ο συνολικός καθαρός τραπεζικός δανεισμός των επιχειρήσεων του τομέα την περίοδο 2023-2026 θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 972 εκατ. έως 1,77 δισ. ευρώ. Για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, η αύξηση του συνολικού καθαρού τραπεζικού δανεισμού κυμαίνεται από 174 έως 317 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 18% της συνολικής αύξησης. Οι μικρές επιχειρήσεις συγκεντρώνουν το 22%, οι μεσαίες το 24% και οι μεγάλες το 36% της συνολικής αύξησης του καθαρού τραπεζικού δανεισμού.
Οι επιχειρήσεις του κατασκευαστικού τομέα δεν θα είναι εύκολο να λάβουν από τις τράπεζες τις χρηματοδοτήσεις που θα χρειασθούν, καθώς στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης είχαν δημιουργήσει μεγάλα ποσά κόκκινων δανείων και οι τράπεζες είναι πολύ προσεκτικές στη δημιουργία νέων ανοιγμάτων.
Το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι η χρηματοδότηση του κλάδου των Κατασκευών από τις τράπεζες δεν σημείωσε σημαντική μεταβολή τα έτη 2020 και 2021, καθώς τα νέα δάνεια ανήλθαν σε 273 και 289 εκατ. ευρώ αντιστοίχως. Μεγάλη αύξηση σημειώθηκε το 2022, όταν τα νέα δάνεια ανήλθαν σε 602 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το 2023, παρά την περαιτέρω άνοδο της κατασκευαστικής δραστηριότητας, η χρηματοδότηση των Κατασκευών υποχώρησε στα 280 εκατ. ευρώ. Η σημαντική άνοδος του κόστους δανεισμού το 2023 ήταν ένας από τους παράγοντες που ενδεχομένως επηρέασαν τις ροές χρηματοδότησης.
Δυσκολίες με τις εγγυητικές
Την ίδια ώρα, οι κατασκευαστικές εταιρείες και κυρίως οι μεγαλύτερες, που αναλαμβάνουν τα σημαντικότερα έργα, έχουν αυτή την περίοδο τεράστιες δυσκολίες στην έκδοση των εγγυητικών επιστολών που απαιτούνται για την ανάληψη και εκτέλεση έργων. Από την πλευρά τους τονίζεται, μάλιστα, ότι αν δεν λυθεί το θέμα με τις εγγυητικές θα καθυστερήσουν έργα του Ταμείου Ανάκαμψης και θα χαθούν προθεσμίες και κονδύλια.
Όπως τόνισε ο αντιπρόεδρος και CEO του ομίλου Intrakat, Αλ. Εξάρχου, μιλώντας στο συνέδριο με θέμα «Υποδομές και Δίκτυα: Η Ελληνική Πραγματικότητα. Εκσυγχρονισμός, Ανθεκτικότητα και Βιώσιμη Ανάπτυξη», «τα χρονικά περιθώρια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) είναι δεδομένα και εάν δεν καταστεί εφικτό να δημοπρατηθούν και να ανατεθούν τα έργα του RRF, τότε η χώρα θα χάσει σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Και ένας λόγος για αυτό θα είναι η μη επίλυση του προβλήματος της έκδοσης εγγυητικών επιστολών».
Ο ίδιος συνέδεσε τα προβλήματα στις εγγυητικές και με τον μικρό αριθμό των τραπεζών που έχουν μείνει στην Ελλάδα και με το υπερβολικά αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, που έχει καταστήσει την έκδοση εγγυητικής επιστολής ισοδύναμη της χορήγησης δανεισμού. Οι τράπεζες προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα, όμως, όπως είπε, οι εσωτερικοί τους κανονισμοί και το ρυθμιστικό πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) καθιστούν την έκδοση ακόμη και μίας εγγυητικής επιστολής της τάξης των 6 εκατ. ευρώ εξαιρετικά δύσκολη. «Φοβούμαι ότι θα έρθει η χρονική στιγμή που θα είναι αδύνατη η έκδοση εγγυητικής επιστολής», προειδοποίησε.