Από το μικροσκόπιο των εποπτικών αρχών θα περάσουν το επόμενο διάστημα τα χαρτοφυλάκια δανείων των ευρωπαϊκών τραπεζών, καθώς η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διαπιστώνει ότι δεν εφαρμόζουν σωστά το διεθνές ελεγκτικό πρότυπο 9 (ΔΠΧΑ 9), που επιβάλλει να σχηματίζουν προκαταβολικά προβλέψεις για μελλοντικές επισφάλειες.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, που αποτελεί την κοινή εποπτική ομπρέλα όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών, εντός και εκτός ευρωζώνης, ανακοίνωσε ότι η δεύτερη έκθεσή της, σχετικά με τρόπο εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9 κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με την πρώτη, δηλαδή ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν πλημμελώς αυτόν τον κανόνα, ο οποίος αποτέλεσε μια από τις βασικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν μετά τη μεγάλη κρίση του 2008, ώστε να προστατευθούν οι τράπεζες από ξαφνικές χρηματοπιστωτικές απώλειες.
Με βάση το συγκεκριμένο λογιστικό πρότυπο, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να μετρούν την αξία των δανείων στα βιβλία τους με βάση τις τρέχουσες τιμές της αγοράς (π.χ. να μειώνουν την αξία όταν έχουν ανεβεί τα επιτόκια), να αναγνωρίζουν ζημιές που μπορεί να υποστούν μέσα στο επόμενο 12μηνο και να σχηματίζουν τις ανάλογες προβλέψεις, επιβαρύνοντας τα κέρδη τους.
Όταν υπάρχει μεγάλη αύξηση του πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή ένα δάνειο βρίσκεται πολύ κοντά στο να γίνει κόκκινο, ο κανόνας επιβάλλει να σχηματίζει μια τράπεζα πλήρη πρόβλεψη, σαν να ήταν ήδη το δάνειο μη εξυπηρετούμενο. Με αυτό τον τρόπο, μπορούν και οι εποπτικές αρχές να ελέγχουν αν είναι επαρκή τα κεφάλαια των τραπεζών.
Η EBA τονίζει ότι οι αναλύσεις της επιβεβαίωσαν ότι οι τράπεζες ακολουθούν πρακτικές που «εγείρουν ανησυχίες προληπτικής εποπτείας». Δηλαδή, ότι αποφεύγουν όσο μπορούν, με διάφορα τεχνάσματα, να σχηματίζουν στο σύνολό τους τις απαιτούμενες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, ώστε να αποφύγουν μια επιβάρυνση των οικονομικών τους αποτελεσμάτων.
Αυτές οι παρατηρήσεις της EBA έρχονται σε μια περίοδο αύξησης του πιστωτικού κινδύνου, αφού ο συνδυασμός των αυξήσεων στα επιτόκια και της οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρώπη δημιουργούν σοβαρές δυσκολίες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά στην εξυπηρέτηση των δανείων τους και υπάρχουν συχνές προειδοποιήσεις από τους επόπτες για πιθανή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο άμεσο μέλλον.
Από τον γενικό έλεγχο της EBA διαπιστώθηκαν αυξημένες περιπτώσεις όπου οι τράπεζες χρησιμοποιούν την κρίση τους για να τροποποιήσουν τα αποτελέσματα από τα μοντέλα κινδύνου τους, ώστε να καθυστερήσουν τον πλήρη σχηματισμό προβλέψεων. «Έχουν παρατηρηθεί διαφορετικές πρακτικές όσον αφορά την εξέταση των κινδύνων, τις προσεγγίσεις που ακολουθούνται για τη βαθμονόμησή τους και το επίπεδο στο οποίο εφαρμόζονται αυτές οι προσαρμογές. Αυτό μπορεί να αποτρέψει την αντανάκλαση τυχόν πρόσθετων πηγών κινδύνου», όπως ανέφερε η EBA.
Επίσης, οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση, όταν δεν μπορούν να αξιολογήσουν με σαφήνεια τον κίνδυνο μεμονωμένων δανείων, να προχωρούν σε συλλογική αξιολόγηση κινδύνου ενός χαρτοφυλακίου. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, αποφεύγουν αυτή την υποχρέωση, για να μην σχηματίζουν αυξημένες προβλέψεις.
Μετά τη γενική παραγγελία ελέγχων από την EBA, τον λόγο έχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές. Για τις συστημικές τράπεζες της ευρωζώνης, αυτό τον ρόλο έχει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ -ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνονται και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας. Για τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες, οι έλεγχοι θα γίνουν από τις εθνικές εποπτικές αρχές, δηλαδή στην περίπτωση της Ελλάδας από την Τράεπζα της Ελλάδος.
Προβληματισμός για τις ελληνικές τράπεζες
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, η ΤτΕ έχει κατ' επανάληψη προειδοποιήσει ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι πιθανό να αυξήσει σημαντικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και δεν δικαιολογείται εφησυχασμός από τις διοικήσεις. Ορισμένα στοιχεία, μάλιστα, δημιουργούν αμφιβολίες για το αν οι τράπεζες εφαρμόζουν επαρκώς το ΔΠΧΑ 9, καθώς, ενώ ο πιστωτικός κίνδυνος αυξάνεται, οι προβλέψεις που έχουν σχηματίσει για επισφάλειες μειώνονται.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ΤτΕ για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, ο δείκτης κάλυψης μη εξυπηρετούμενων δανείων από προβλέψεις έπεσε από 46,8% στο τέλος του 2022 σε 45,9% στο τέλος του α' εξαμήνου 2023. Παράλληλα, ο δείκτης αθέτησης αυξήθηκε από 0,4% σε 0,7% και ο δείκτης αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων έπεσε από 4% σε 2,9%.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι ο ρυθμός βελτίωσης της ποιότητας των χαρτοφυλακίων έχει επιβραδυνθεί, ενώ αυξάνονται οι νέες ροές μη εξυπηρετούμενων δανείων:
- Το α΄ εξάμηνο του 2023 η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε οριακά. Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) προς το σύνολο των δανείων τον Ιούνιο του 2023 διαμορφώθηκε σε 8,6%, έναντι 8,7% το Δεκέμβριο του 2022. Το συνολικό απόθεμα των ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 12,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 3,8% ή 501 εκατ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022.6 Επισημαίνεται ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν πλέον πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ, με μία εξ αυτών να είναι κάτω από 5%.
- Ωστόσο, παρά τη μείωση του συνολικού αποθέματος ΜΕΔ, προβληματίζει η καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ το α΄ εξάμηνο σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων. Επιπρόσθετα, χρήζει αναφοράς ότι στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώθηκε σε 44% τον Ιούνιο του 2023.
Το πρακτικό αποτέλεσμα των ελέγχων που αναμένεται να διενεργηθούν θα μπορούσε να είναι να υποχρεωθούν οι τράπεζες να σχηματίσουν περισσότερες προβλέψεις για μελλοντικές επισφάλειες, οι οποίες θα «χτυπούσαν» την κερδοφορία τους, σε μια περίοδο όπου επιδιώκουν να τη μεγιστοποιήσουν και να περάσουν εκ νέου σε διανομές μερισμάτων, ύστερα από μια δεκαπενταετία «ξηρασίας».