Με διακριτικές, αλλά σαφείς παραινέσεις, οι Ευρωπαίοι δανειστές επαναφέρουν στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας και δείχνουν ότι είναι έτοιμοι, αμέσως μόλις αρχίσει να ξεπερνιέται η κρίση που έχει προκληθεί η πανδημία, να αρχίσουν ένα νέο γύρο σκληρών πιέσεων προς την Αθήνα για να επιτύχει και πάλι μεγάλα πλεονάσματα και να αποφευχθεί νέο «ατύχημα» με το ελληνικό χρέος.
O Ρολφ Στράουχ, επικεφαλής οικονομολόγος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και «δεξί χέρι» του Κλάους Ρέγκλινγκ επανήλθε με άρθρο του στο θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, για να υποστηρίξει ότι παραμένει βιώσιμο, κυρίως χάρη στους πολύ ευνοϊκούς όρους των ευρωπαϊκών δανείων και στη μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με αγορές ομολόγων. Η μείωση του επιτοκίου του ελληνικού χρέους, όπως φαίνεται και στο γράφημα που δημοσίευσε ο Γερμανός οικονομολόγος, είναι το βασικό στοιχείο που υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, παρά τη διόγκωσή του από τις δαπάνες της πανδημίας.
Μέσο επιτόκιο του ελληνικού χρέους (πηγή: ESM)
Οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις από τον κύριο πιστωτή της Ελλάδας για τη βιωσιμότητα του χρέους ήταν επιβεβλημένο να διατυπωθούν για πολιτικούς λόγους, καθώς την περασμένη εβδομάδα ο Πολ Τόμσεν, πρώην τομεάρχης Ευρώπης του ΔΝΤ, είχε προκαλέσει αίσθηση με τη μαύρη πρόβλεψή του για νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και μνημόνιο. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι κάνουν μεγάλη προσπάθεια να πείσουν ότι η πανδημία δεν θα οδηγήσει σε άνοιγμα μιας ακόμη «εκρηκτικής» πολιτικά συζήτησης για αναδιάρθρωση του χρέους, καθώς είναι εντελώς ακατάλληλος ο πολιτικός χρόνος για αυτό το θέμα, εν μέσω της πανδημίας.
Όμως, ο Ρολφ Στράουχ δεν έμεινε μόνο στις «πολιτικά ορθές» για αυτή την περίοδο θετικές επισημάνσεις, αλλά διατύπωσε και μια σαφέστατη προειδοποίηση προς την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν θα πρέπει να εκλάβει τη δημοσιονομική χαλάρωση λόγω της πανδημίας σαν μια «λευκή επιταγή» αποδέσμευσης από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε η χώρα το καλοκαίρι του 2018, όταν βγήκε από το μνημόνιο, για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Στράουχ,
- «Μόλις αρχίσει η ανάκαμψη, η Ελλάδα θα πρέπει να επανέλθει στο δημοσιονομικό στόχο που συμφωνήθηκε με τους εταίρους από την ευρωζώνη, στο βαθμό που οι δημοσιονομικές προσαρμογές δεν μονιμοποιούν τις οικονομκές ουλές από την πανδημία.
- Ο μακροπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος για μια ισχυρή θέση του προϋπολογισμού που θα ευθυγραμμίζεται με το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θα δημιουργήσει ένα δημοσιονομικό μαξιλάρι που θα αποτρέψει τη διολίσθηση της χώρας σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης σε μελλοντικές κρίσεις και διαταραχές στην αγορά. Επιπλέον, θα προσφέρει στην Ελλάδα σημαντική εμπιστοσύνη από τις αγορές».
Οι παραινέσεις αυτές φέρνουν στο προσκήνιο τη μόνιμη σημείωση, που υπήρχε και στην 9η έκθεση αξιολόγησης της οικονομίας από τους Θεσμούς, σχετικά με τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις που ανέλαβε η Ελλάδα βγαίνοντας από το μνημόνιο και, ειδικότερα, τη βασική δέσμευση, μεσοπρόθεσμα, για πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με το 3,5% του ΑΕΠ. Από αυτό το... δύσκολο σημείο θα αρχίσουν, μόλις ξεπερασθεί η κρίση της πανδημίας, οι συζητήσεις για τους δημοσιονομικούς στόχους από το 2023 και μετά, με την κυβέρνηση να προσδοκά ότι, στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, οι εταίροι θα δεχθούν να ρίξουν το στόχο χαμηλότερα από το 3,5% του ΑΕΠ.
Προς το παρόν, στο πλαίσιο της 10ης αξιολόγησης από τους Θεσμούς, που έχει αρχίσει ήδη, αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η αναθεωρημένη έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, καθώς μάλιστα ο Τόμσεν δεν εκφράσθηκε ιδιαίτερα κολακευτικά για αυτές τις ασκήσεις των Ευρωπαίων, λέγοντας ότι τεχνητά εμφανίζουν βιώσιμο το χρέος σε μεγάλο βάθος χρόνου και στην πραγματικότητα είναι «άσχετες και άχρηστες».
Η τελευταία ανάλυση της Κομισιόν έγινε τον Νοέμβριο, με την όγδοη έκθεση αξιολόγησης, και έλαβε υπόψη τις δυσμενέστερες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, οδηγώντας σε μεγάλη ύφεση και αύξηση του χρέους. Το γενικό συμπέρασμα ήταν ότι, παρά την επιδείνωση των παραμέτρων, το χρέος παραμένει βιώσιμο, καθώς έχουν βελτιωθεί πολύ οι συνθήκες χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους, μετά την παρέμβαση της ΕΚΤ (ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία).
Παρότι αυτό ήταν το γενικό συμπέρασμα, είναι σαφές από τα επιμέρους στοιχεία που παρέχει η έκθεση ότι έχουν επιδεινωθεί σε πολύ σοβαρό βαθμό οι επιμέρους παράμετροι της ανάλυσης βιωσιμότητας. Το βασικό στοιχείο από το οποίο κρίνεται η βιωσιμότητα του χρέους τα τελευταία χρόνια είναι οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, που πρέπει να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ για να θεωρείται ότι είναι διαχειρίσιμες από την ελληνική κυβέρνηση. Όπως φαίνεται στον πίνακα, ενώ στην προηγούμενη ανάλυση υπολογιζόταν ότι οι ανάγκες χρηματοδότησης το 2020 θα αντιστοιχούσαν σε 7,9% του ΑΕΠ, η πανδημία τις εκτινάσσει πάνω από το 20%, λόγω της μεγάλης αύξησης του πρωτογενούς ελλείμματος και της μείωσης του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, πάνω από το 15% ανεβαίνει η εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών το 2021 και το 2022, ενώ για το 2023 διαμορφώνονται στο 12,7%, δηλαδή σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από την προηγούμενη πρόβλεψη.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες: Αναθεωρημένες εκτιμήσεις (Νοέμβριος 2020)
Αντίστοιχα, οι εκτιμήσεις για το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εμφανίζονται πολύ αυξημένες, με κυριότερο πρόβλημα ότι κρίσιμο έτος 2030, όταν θα λήγει η συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους που έγινε με τους Ευρωπαίους το 2018, το χρέος θα ξεπερνά το 160%, ενώ αναμενόταν να έχει μειωθεί λίγο κάτω από το 112% του ΑΕΠ. Σε αυτή τη μεγάλη απόκλιση, τη μεγαλύτερη συμβολή θα έχει η μικρότερη από το αναμενόμενο ανάπτυξη της περιόδου, αλλά και η σωρευτική επίδραση των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα είναι μικρότερα από την αρχική εκτίμηση.
Οι εκτιμήσεις για το χρέος
Με σημείο εκκίνησης αυτή την οριακή ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η Κομισιόν αναμένεται ότι θα κάνει μεγάλη προσπάθεια να αποτρέψει μια ακόμη δυσμενέστερη έκθεση, η οποία θα «χτυπούσε καμπανάκι» στο Eurogroup και θα έφερνε την ελληνική κυβέρνηση μπροστά σε πιέσεις για «σφίξιμο» της οικονομικής πολιτικής, ακόμη και εν μέσω της περιόδου όπου θα εφαρμόζεται η ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, η Κομισιόν έχει ορισμένα θετικά στοιχεία που μπορεί να εντάξει στις παραμέτρους της έκθεσης, όπως οι επιδοτήσεις και τα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να αποφύγει μια αρνητική έκθεση βιωσιμότητας με πολλαπλές παρενέργειες.