Με μία σημαντική απόφασή του ο Άρειος Πάγος προσδιόρισε τα κριτήρια βάσει των οποίων ένας κόκκινος δανειολήπτης χαρακτηρίζεται δόλιος (στρατηγικός κακοπληρωτής σύμφωνα με τις τράπεζες), κρίνοντας ότι ο δόλος στη μη εξυπηρέτηση δανειακών οφειλών, πρέπει να αποδεικνύεται από τον πιστωτή.
Όπως έκανε γνωστό σήμερα (9/4) ο δικηγόρος Γεώργιος Καλτσάς, που χειρίστηκε την υπόθεση για λογαριασμό δανειολήπτη, με την εν λόγω απόφαση (πρώτη επί αιτήσεως αναιρέσεως από πλευράς δανειολήπτη, είχαν προηγηθεί όμοιες παραδοχές στην υπ’ αριθμ. 515/2018, επί αιτήσεως αναιρέσεως από πλευράς πιστωτικού ιδρύματος) σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο, από το Δ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου (αριθμός 59/2021), γίνεται δεκτό ότι για να χαρακτηριστεί «δόλιος» ένας δανειολήπτης, ότι δηλαδή περιήλθε από υπαιτιότητα και δόλο σε αδυναμία πληρωμών, θα πρέπει αφενός τούτο να προτείνεται, αφετέρου να αποδεικνύεται από τον πιστωτή.
Πιο συγκεκριμένα η ενιστάμενη τράπεζα, για να εξεταστεί στη βασιμότητά της η ένσταση του δόλου, θα πρέπει να αναφέρει:
- το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει,
- τον χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε,
- τα εισοδήματά του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων,
- τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει,
- τα έξοδα διαβιώσεώς του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Εφετείο εξέτασε την ένσταση του δόλου ουσιαστικά αυτεπαγγέλτως, δίχως να έχει προταθεί κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με παράθεση των ανωτέρω αναφερόμενων στοιχείων, με αποτέλεσμα ο Άρειος Πάγος να κρίνει ότι η εφετειακή απόφαση τυγχάνει αναιρετέα «διότι αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010. Συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δικ., είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.»
Εξάλλου με την ίδια απόφαση, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, απεφάνθη ότι οποιαδήποτε μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου, δεν συνιστά από μόνη της, αποχρώσα ένδειξη δολίας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών διαλαμβάνοντας τα ακόλουθα: «με βάση το ότι κάθε μεταβίβαση-αποξένωση περιουσιακού στοιχείου από την περιουσία του οφειλέτη δεν αποτελεί και απόδειξη και μάλιστα κατά αμάχητο τεκμήριο, δολιότητας αυτού, όπως έχει αναπτυχθεί και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ειδικά αν έχει δηλωθεί από τον ίδιο τον οφειλέτη και αφορά σε περιουσιακά στοιχεία που ενδεχομένως δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις εκποιήσεως και δεν θα εκποιούνταν, εξαιτίας ελλείψεως αγοραστικού ενδιαφέροντος ή εξαιτίας της μικρής τους αξίας, δεν διασαφηνίζεται ο τρόπος συνδέσεως της προθέσεως (δόλου) του αναιρεσείοντος, ο οποίος, κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προέβη στη μεταβίβαση ενός οικοπέδου αντί τιμήματος 16.000,00 ευρώ, με την πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας του να εξυπηρετεί-εξοφλεί τα χρέη του. Ειδικότερα, αν και έγινε ανέλεγκτα δεκτό ότι ο αναιρεσείων είναι κύριος, εκτός των άλλων, τριών, σημαντικής αξίας ακινήτων, δεν διαλαμβάνεται κατά πόσο θα ήταν διαφορετική η κατάσταση των οφειλών του έναντι των πιστωτριών του-αναιρεσιβλήτων, αν δεν είχε προβεί στην ως άνω μεταβίβαση και πώς αυτή, ενόψει του, κατά τις παραδοχές της, ύψους του εισπραχθέντος τιμήματος (16.000,00 ευρώ), επηρέασε, σε σημαντικό βαθμό, τη δυνατότητα εξυπηρετήσεως των χρεών του, πράγμα που ο οφειλέτης αναιρεσείων επεδίωξε ή προέβλεψε ως δυνατό, καθώς μάλιστα δεν γίνεται μνεία αν το μεταβιβασθέν ήταν προσοδοφόρο ή όχι».
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Καλτσάς σχολίασε τη δικαστική απόφαση ως εξής:
«Αναμφίβολα πρόκειται για μία, τεράστιας κοινωνικής σημασίας, απόφαση, που θα επηρεάσει πληθώρα, εν εξελίξει, δικών, αλλά συνιστά και ισχυρότατο νομολογιακό προηγούμενο, από το Ανώτατο Δικαστικό επίπεδο, για χιλιάδες περιπτώσεις δανειοληπτών, που η αίτησή τους απορρίφθηκε σε 1ο ή 2ο βαθμό, επειδή τα δικαστήρια της ουσίας, έκαναν δεκτές τις ενστάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, που προτάθηκαν όλως αορίστως. Και στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήτοι σε ποσοστό άνω του 90%, οι ενστάσεις από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων, έχουν προταθεί, δίχως να παρατίθενται τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα στοιχεία από την πλευρά τους».