Για αντισυνταγματικότητα της διάταξης που προβλέπει την παρουσία εισαγγελέα σε δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις με αποφασιστικό λόγο για τη διάλυσή τους, κάνει λόγο σε γνωμοδότησή του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δ. Παπαγεωργίου. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στην γνωμοδότησή του ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα που κρίνεται αναγκαία από το νόμο, για την απόφαση της αστυνομικής ή λιμενικής αρχής περί της διάλυσης της συνάθροισης, αποτελεί διοικητική πράξη.
Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 89 του Συντάγματος η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην γνωμοδότηση του ο κ. Παπαγεωργίου. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός προτείνει τη μετατροπή ή «θεραπεία» της επίμαχης διάταξης, η οποία περιλαμβάνεται στο νέο νόμο για τις συγκεντρώσεις (Ν.4703/2020).
Η γνωμοδότηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου απευθύνεται στους εισαγγελείς Εφετών της χώρας και φέρει ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 2020. Εκδόθηκε κατόπιν σχετικού ερωτήματος που υπέβαλλε στον Άρειο Πάγο ο προϊστάμενος της εισαγγελίας Πρωτοδικών της Αθήνας.
Ειδικότερα, η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται» λέει ο Άρειος Πάγος
«Υπό το νέο συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου γνωμοδότησε ότι η συμμετοχή εισαγγελικών λειτουργών στην επιτροπή που συγκροτείται ενόψει δημόσιας υπαίθριας συναθροίσεως δεν επιτρέπεται διότι αντίκειται στις διατάξεις του αναθεωρημένου άρθρου 89 του Συντάγματος … «.
Ο Δημήτρης Παπαγεωργίου αρχικά αναφέρει ότι με την επίμαχη διάταξη για τη διάλυση υπαίθριας δημόσιας συνάθροισης ρίζεται ότι «αρμόδια για τη διάλυση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι η κατά τόπον αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή με σύμφωνη γνώμη του παριστάμενου αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών. Σε κατεπείγουσες και σοβαρές περιπτώσεις διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας και ιδίως, σε περιπτώσεις διάπραξης εγκλημάτων κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ή σε περιπτώσεις γενικευμένων επεισοδίων, εφόσον δεν παρίσταται αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών, η απόφαση διάλυσης της συνάθροισης λαμβάνεται από τον επικεφαλής της αστυνομικής ή λιμενικής δύναμης με παράλληλη αμελλητί ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών».
Ακολούθως σημειώνει ότι «προβληματισμός προκύπτει κατά τον Άρειο Πάγο από τη διατύπωση της νέας ρύθμισης,αναφορικά με τη συνταγματικότητα της προβλεπόμενης αρμοδιότητας του εισαγγελέα πρωτοδικών, του οποίου η «σύμφωνη γνώμη» είναι αναγκαία για την απόφαση της αστυνομικής ή λιμενικής αρχής περί διαλύσεως της υπαίθριας συναθροίσεως. Το θέμα αυτό δεν θίγεται ούτε στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου ούτε στην έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, προφανώς διότι το αρχικό νομοσχέδιο δεν είχε αυτή τη μορφή όταν κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο. Κατά τους κανόνες του Διοικητικού Δικαίου, στην περίπτωση που προβλέπεται υποχρεωτική σύμφωνη γνώμη, το αποφασίζον όργανο δεν δικαιούται να αποφασίσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλευτικού, από την οποία δεσμεύεται, δηλαδή κατ’ ουσίαν η εφαρμογή του νόμου έχει ανατεθεί στο γνωμοδοτικό όργανο, του οποίου η (αρνητική) γνωμοδότηση έχει άμεση νομική ισχύ και αποτελεί διοικητική πράξη. υπό το πρίσμα αυτών των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, η ανατιθέμενη με το άρθρο 10 και 3 Ν.4703/2020 αρμοδιότητα στον εισαγγελέα πρωτοδικών (της σύμφωνης γνώμης) συνιστά άσκηση διοικητικών καθηκόντων με επιτρεπόμενη από το άρθρο 89 του Συντάγματος».