Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών είχαν προδιαγραφεί σε γενικές γραμμές από τον πρώτο γύρο και από τις ευρωεκλογές, που έδωσαν αέρα νίκης στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Ομως, ο μεγάλος «κερδισμένος» αυτής της αναμέτρησης ήταν αναμφισβήτητα η αποχή: Πάνω από τέσσερις στους 10 πολίτες (41,5%) δεν προσήλθαν στις κάλπες, επιδεικνύοντας ουσιαστικά αδιαφορία για το ποιοι θα διαχειριστούν θέματα που άπτονται της καθημερινότητας, της ποιότητας ζωής, αλλά και της τοπικής οικονομίας, των επενδύσεων και της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Ακόμη και από αυτούς τους λίγους που προσήλθαν, περίπου ένας στους δέκα (8%) έριξε άκυρο-λευκό, αποδοκιμάζοντας ουσιαστικά υποψηφίους και κόμματα. Αυτό σημαίνει ότι στην εκλογή περιφερειαρχών και δημάρχων συμμετείχε τελικά μόλις το 38,2%(!) του εκλογικού σώματος. Η αποκαλούμενη "πλειοψηφία" που δίνει "λαϊκή εντολή" σε κόμματα, δημάρχους και περιφερειάρχες μπορεί να αντιπροσωπεύει λοιπόν κάτι λιγότερο από 20%(!)
Η πολύ μεγάλη αποχή (58,5% η μεγαλύτερη σε μεταπολεμικές εκλογές) και οι τοπικές ιδιαιτερότητες που καθόρισαν το αποτέλεσμα σε ορισμένες περιφέρειες και σε πολλούς μεγάλους δήμους, δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων όσον αφορά τάσεις, συμπεριφορές και ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις στο εκλογικό σώμα, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα στις επικείμενες εθνικές εκλογές.
Η βασική διαπίστωση είναι ότι ενώ η χώρα βιώνει ακόμη τις επιπτώσεις της παρατεταμένης βαθιάς οικονομικής κρίσης, εντείνεται η αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος. Παρά την φαινομενική αναζωπύρωση του «κομματικού φανατισμού» καθώς αναδύεται μία νέα εκδοχή δικομματισμού, το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά και την πολιτική περιορίζεται, καθώς ενισχύεται η πεποίθηση ότι η οικονομική πολιτική που θα ασκηθεί είναι περίπου δεδομένη και οι μεταξύ τους διαφορές διαφορές δυσδιάκριτες.
Αυτή η κυρίαρχη άποψη στο εκλογικό σώμα μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική και για τη διαμόρφωση του αποτελέσματος των επικείμενων εθνικών εκλογών.