Το αλαλούμ που προκλήθηκε σχετικά με την συνδιάσκεψη του Washington group, κατέδειξε με εμφατικό τρόπο τις διαφορές ανάμεσα σε ΔΝΤ και Βερολίνο και παράλληλα φανέρωσε και την δυσκολία εξεύρεσης πολιτική λύσης για το ελληνικό ζήτημα. Ο ευσεβής πόθος της κυβέρνησης είναι κατά το επικείμενο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου να προκύψει μια συνολική πολιτική συμφωνία, που θα περιλαμβάνει το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης, το χρέος και ασφαλώς τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Τα περιθώρια όμως για πολιτική «λύση» στενεύουν απειλητικά για το Μαξίμου, καθώς οι προσδοκίες συναίνεσης των δανειστών μειώνονται σημαντικά, γεγονός που σε πρώτη ανάγνωση θέτει σε «κίνδυνο» την πορεία και ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Εν τη απουσία πολιτικής συμφωνίας, η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση, καθώς έχει να διαχειριστεί ανοιχτά και εξόχως πολύπλοκα ζητήματα, που σχετίζονται άμεσα με την τύχη της δεύτερης αξιολόγησης. Κυρίως τα εργασιακά, τα «κόκκινα δάνεια», αλλά και θέματα που άπτονται των δημοσιονομικών, παραμένουν σε εκκρεμότητα, χωρίς να υπάρχει ορατό στο ορίζοντα το ενδεχόμενο μιας κοινά αποδεκτής λύσης.
Τα χρονικά περιθώρια όπως και το πεδίο των «ελιγμών» είναι περιορισμένα και αυτό με όρους «real politic» σημαίνει ότι ενδεχομένως η κυβέρνηση αναγκαστεί να κάνει υποχωρήσεις, να συμβιβαστεί με απαιτήσεις των δανειστών και προχωρήσει σε λήψη μέτρων, προκειμένου να κλείσει άμεσα την δεύτερη αξιολόγηση.
Η ελληνική κυβέρνηση είναι «εγκλωβισμένη» τρόπον τινά στο παιχνίδι «εξουσίας» ανάμεσα σε ΔΝΤ και Βερολίνο. Αμφότεροι θέλουν να επιβάλουν τους τρόπους παιχνιδιού, ακόμη και τους όρους διεξαγωγής των συνομιλιών… Σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώθηκε και χθες ότι οι δύο πλευρές βρίσκονται ακόμη μακριά από την γεφύρωση των διαφορών τους, προκειμένου τελικώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να συμμετάσχει στο πρόγραμμα.
Τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, όπως επίσης που και η δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας μετά το 2018, αποτελούν σημεία αναφοράς στις συζητήσεις των δύο πλευρών. Ιδιαίτερα τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, όπου η Γερμανία επιμένει ότι πρέπει να παραμείνουν ως στόχος στο 3,5 και το Ταμείο κάνει λόγο για μείωση στο 1,5%.
Διαβάστε επίσης: Στις 5 Δεκεμβρίου η συνάντηση του Washington Group για το χρέος