Επικαιρότητα

Απόλυτη εξάρτηση από το αλκοόλ έχει το 10% των Ελλήνων


 Υψηλά ποσοστά κατανάλωσης αλκοόλ έχει η Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ενώ τακτική χρήση κάνει το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού.

Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Δουζένη, αναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής-Ψυχιατροδικαστικής, της Β' Ψυχιατρικής Κλινικής, στο ΠΓΝΑ «Αττικόν», κάθε Έλληνας καταναλώνει 10,3 λίτρα αλκοόλης τον χρόνο, που είναι μία πολύ μεγάλη ποσότητα.

Όπως αναφέρει στο «Πρακτορείο Fm» ο κ. Δουζένης, «τακτική χρήση αλκοόλ κάνει το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού στη χώρα μας. Ένα περίπου 40% κάνει χρήση αλκοόλ πολύ τακτικά, απόλυτη εξάρτηση έχει περίπου ένα 10%, ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό απέχει πλήρως. Όμως, η προβληματική χρήση δεν είναι υποχρεωτικά η εξάρτηση, αλλά η χρήση που δημιουργεί προβλήματα στον άνθρωπο».

Το πρόβλημα όπως αναφέρει ο καθηγητής Ψυχιατρικής-Ψυχιατροδικαστικής, απαντάται συχνότερα στον ανδρικό πληθυσμό, γιατί όπως αναφέρει οι άντρες είναι περισσότερο επιρρεπείς στις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, ενώ κάποιο ρόλο φαίνεται να παίζουν και τα κοινωνικά πρότυπα που παραδοσιακά θέλουν τους άντρες να πίνουν και να καπνίζουν περισσότερο. «Οι γυναίκες δυστυχώς επιταχύνουν και προσεγγίζουν τους άντρες στην κατανάλωση».

Ο αλκοολισμός επηρεάζει όλες τις κοινωνικές ομάδες, όμως οι άνθρωποι που είναι κοινωνικοοικονομικά υποβαθμισμένοι είναι περισσότερο ευάλωτοι, γιατί βιώνουν πολύ μεγαλύτερες πιέσεις και συχνά βρίσκουν διέξοδο στο αλκοόλ, επισημαίνει ο κ. Δουζένης. «Σε κράτη που τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα μίας κοινωνίας καταρρίπτονται και μπαίνουν σε φάση ανέχειας, οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές αυξάνουν και ως εκ τούτου, και η χρήση αλκοόλ. Κατά συνέπεια στη χώρα μας, αυτό που παρατηρούμε από το 2010 και εντεύθεν, είναι ότι υπάρχει μία αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, μια μεγαλύτερη κατανάλωση αλκοόλ κακής ποιότητας, και μία κατανάλωση αλκοόλ, η οποία σκοπεύει στο αλκοόλ αυτό κάθε αυτό, και όχι στην ποιότητα. Δηλαδή αυξάνεται περισσότερο η χρήση σε τσίπουρα και ρακές από ότι σε κρασί ή άλλα ποτά. Ο καταναλωτής πίνει για να ζαλιστεί και να ξεφύγει από την πραγματικότητα και όχι για να διασκεδάσει».

Ο αλκοολισμός σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα μπορεί να χωριστεί σε δύο ομάδες. «Ο ένας τύπος είναι ο αλκοολισμός τύπου 2 που έχει μία σαφή κληρονομική επιβάρυνση, οικογενειακό υπόβαθρο, με ανάλογα πρότυπα από την παιδική ηλικία. Και υπάρχει και ο αλκοολισμός τύπου ένα, που το άτομο, σταθερά σε βάθος χρόνου αυξάνει την κατανάλωση του και στο τέλος καταλήγει αλκοολικό σε μεγάλη ηλικία. Η εξάρτηση από τον αλκοολισμό είναι μία χρόνια υποτροπιάζουσα ψυχική διαταραχή», όπως τονίζει ο καθηγητής. Και προσθέτει: «Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που διακόπτει το αλκοόλ υποτροπιάζει, ωστόσο και ένα μεγάλο ποσοστό επίσης ανορθώνει τη ζωή του και επιστρέφει σε μία λειτουργικότητα την οποία μπορεί να έχει χάσει για πάρα πολλά χρόνια».

Το αλκοόλ δεύτερη ουσία θανάτου μετά το τσιγάρο
«Όταν ξεκίνησα να ασκώ το επάγγελμα πριν πολλά χρόνια μεγαλύτεροι συνάδελφοι ψυχίατροι μου δήλωναν ευθαρσώς ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε πρόβλημα αλκοολισμού», αναφέρει ο κ. Δουζένης και εξηγεί ότι «αυτό προφανέστατα ήταν λάθος και ήταν κάτι που μας οδήγησε σε έναν εφησυχασμό, γιατί αποδεχόμασταν μία χρήση αλκοόλ μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Τώρα πια είναι σαφές ότι η Ελλάδα έχει πολύ σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ, το οποίο αποτελεί την ουσία που ευθύνεται για τους περισσότερους θανάτους, μετά το τσιγάρο. Θεωρώ δε ότι πάντα υπήρχε πρόβλημα όχι μόνο τώρα με την κρίση, απλά δεν ήταν αναγνωρισμένο».

Υπενθυμίζει εξάλλου ότι «ο αλκοολισμός έχει και συνοσηρότητες. Δηλαδή προάγει και υπάγει και άλλες ψυχικές διαταραχές όπως κατάθλιψη ή συναισθηματική διαταραχή, με μεγάλη αυτοκτονικότητα πολύ συχνά, ακόμα και ψύχωση. Ο αλκοολισμός επιβαρύνει σοβαρότατα τη σωματική υγεία, μειώνει το προσδόκιμο επιβίωσης και σαφώς είναι ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας».

Mεγαλύτερη στήριξη στις θεραπευτικές δομές

Το ερώτημα για το αν στην Ελλάδα έχει δοθεί η ανάλογη του μεγέθους του προβλήματος έμφαση, από την Πολιτεία, εύλογο. «Όχι δεν έχει δοθεί η έμφαση που οφείλεται στο πρόβλημα, και το λέω ευθέως. Χρειάζεται μία πολύ μεγαλύτερη στήριξη στις θεραπευτικές δομές. Πρέπει να γίνει μία μεγάλη προσπάθεια, να αυξηθεί η πρόσβαση σε αυτούς τους ασθενείς, για να αντιμετωπίζονται ισότιμα με άλλους ασθενείς. Οι θεραπευτικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό επιτυχίας και κάθε ιατρική θεραπευτική προσέγγιση επαίρεται για αυτό το ποσοστό της. Όμως, είναι σαφές σε όσους ασχολούνται με το θέμα ότι οι ομάδες αυτοβοήθειας έχουν μία εξαιρετικά υψηλή αποτελεσματικότητα και είναι πάρα πολύ χρήσιμες για τους ανθρώπους που έχουν προβλήματα με το αλκοόλ. Οι ομάδες αυτοβοήθειας ξεπερνούν το στίγμα, δεν αντιμετωπίζουν τον πάσχοντα ως ιατρικά πάσχοντα, αλλά ως ένα συνάνθρωπο τους που χρειάζεται βοήθεια, και παράλληλα βάζουν στο στόχαστρο την μακροχρόνια προσπάθεια για αποχή», απαντά ο κ. Δουζένης.