Διεθνή

Από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο στο Brexit


 Η αυξανόμενη απόσταση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών σχετικά με την ολοκλήρωση και την κυριαρχία- χρονολογείται από την έναρξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης την δεκαετία του 1950. Στην ήπειρο, οι ιδρυτές του ευρωπαϊκού σχεδίου είδαν την ολοκλήρωση ως έναν τρόπο να ξεπεραστούν οι καταστρεπτικές κληρονομιές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου  με το να επαναπροσδιορίσουν την εθνική κυριαρχία. Η βίαιη κατάκτηση της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και της Ιταλίας από τους Ναζί, μαζί με την κατοχή από τις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση που ακολούθησαν, αποδόμησαν τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Σε ολόκληρη την ήπειρο, οι ρατσιστικές πολιτικές του Τρίτου Ράιχ είχαν εξαπολύσει ένα είδος εμφυλίου πολέμου, καθώς οι Ναζί ανάγκασαν τους τοπικούς πληθυσμούς να διαλέξουν πλευρά˙ αργότερα, η απελευθέρωση της Ευρώπης από τους Συμμάχους οδήγησε σε βίαια αντίποινα από αντιστασιακούς κατά των συνεργατών [των Γερμανών].

Η εμπειρία του πολέμου στην ήπειρο απονομιμοποίησε όχι μόνο το κράτος αλλά και το έθνος. Έτσι, στην ειρήνη που ακολούθησε, οι Δυτικοευρωπαίοι προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τα δυσφημισμένα έθνη-κράτη τους μέσω μιας ομοσπονδίας, μιας πολιτικής μονάδας που έκτοτε αντιπροσωπεύει τον στόχο, αν όχι την πραγματική πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. «Δεν θα υπάρξει ειρήνη στην Ευρώπη αν τα κράτη ανοικοδομηθούν στη βάση της εθνικής κυριαρχίας», υποστήριξε ο Γάλλος πολιτικός Jean Monnet το 1943. «Τα κράτη της Ευρώπης πρέπει επομένως να σχηματίζουν μια ομοσπονδία ή μια ευρωπαϊκή οντότητα».

 Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιθέτως, αντιμετώπισε βομβαρδισμούς, αλλά όχι κατοχή και εμφύλιο πόλεμο και έτσι αναδύθηκε από τη σύγκρουση με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του εθνικού κράτους, ιδίως μετά την ανάπτυξη των προγραμμάτων του επί της κοινωνικής πρόνοιας. Μια ομοσπονδία που αντικαθιστά την εθνική κυριαρχία, δεν ταιριάζει στο Λονδίνο. Το 1946, όταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έκανε έκκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, δεν αναφερόταν στους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά στους κατοίκους της ηπείρου.

Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1973, το έκανε για να ανασυγκροτήσει τη δική του προβληματική οικονομία, όχι για να αποτρέψει τον πόλεμο ή να δημιουργήσει μια ομοσπονδία. Σε μια εποχή απο-αποικιοποίησης, στασιμοπληθωρισμού και άγχους για το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας, η ΕΟΚ φαινόταν να προσφέρει οικονομικό καταφύγιο.

Για τον Edward Heath, τον πρωθυπουργό των Συντηρητικών που οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΟΚ, αυτό που μετρούσε ήταν «η επίπτωση στο βιοτικό επίπεδο του μεμονωμένου πολίτη». Ειδικότερα, οι Συντηρητικοί υποβάθμισαν το ζήτημα της κυριαρχίας: Το μήνυμά τους προς το κοινό ήταν όχι για το τι θα αλλάξει αλλά για το τι θα παραμείνει το ίδιο. Δεν θα υπήρχε «κανένα ζήτημα για οποιαδήποτε διάβρωση της ουσιώδους εθνικής κυριαρχίας», δήλωνε ο Χιθ.

Ωστόσο, από πολιτικής απόψεως, πολλά θα άλλαζαν και μάλιστα πολλά είχαν ήδη αλλάξει: Το 1963, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε σημειώσει ότι η Συνθήκη της Ρώμης δημιούργησε μια νέα έννομη τάξη «προς όφελος της οποίας τα κράτη έχουν περιορίσει τα κυριαρχικά τους δικαιώματα». Ο Heath δεν έδωσε σημασία σε αυτό το γεγονός και η εκστρατεία ένταξης στην ΕΟΚ (και το δημοψήφισμα του 1975 για παραμονή σε αυτήν) χαρακτηρίστηκε από ασαφή γλώσσα σχετικά με το τι θα συνεπαγόταν η ιδιότητα του μέλους. Οι Βρετανοί ευρωσκεπτικιστές μπορούσαν έτσι να ισχυριστούν ότι οι αντίπαλοί τους θόλωσαν τις πραγματικές πολιτικές συνέπειες της ένταξης στην Ευρώπη.

Πράγματι, σε αντίθεση με τους ομολόγους τους απέναντι από το κανάλι [της Μάγχης], αμφότεροι οι Συντηρητικοί όσο και οι Εργατικοί ηγέτες είδαν την Ευρώπη ως μια «επιχειρηματική διευθέτηση», όπως το έθεσε ο πολιτικός των Εργατικών, James Callaghan.

Αυτό ήταν περισσότερο εμφανές υπό τη Συντηρητική πρωθυπουργό Margaret Thatcher , η οποία μετέτρεψε τον κοινοτικό προϋπολογισμό από μια συλλογική προσπάθεια σε ένα σύστημα «αλογοπανήγυρης» στο οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο προσπάθησε να κερδίσει περισσότερα από όσα προσέφερε. (Οι διαπραγματεύσεις επί του προϋπολογισμού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δουβλίνου, όπου η Θάτσερ δήλωσε ότι «αυτό που ζητάμε είναι ένα πολύ μεγάλο ποσό των δικών μας χρημάτων, πίσω», ήταν η επιτομή αυτής της τάσης. Όπως διαπίστωσε ο πολιτικός επιστήμονας Andrew Glencross, αυτή η χρηστική προσέγγιση συνεχίστηκε μέσα στον 21ο αιώνα και βοήθησε να πλαισιωθεί η συζήτηση για το Brexit ως ζήτημα υλικών οφελημάτων και όχι πολιτικών ιδανικών.

Πηγή: premium.paratiritis.gr